Η τηλεργασία στην Ελλάδα ξεκίνησε με τους περισσότερους εργαζόμενους να μην έχουν καμία προηγούμενη εμπειρία, την ώρα που περίπου το μισό εργατικό δυναμικό και κυρίως οι γυναίκες, χρειάστηκε να τηλεργαστούν, όπως προκύπτει από στοιχεία έρευνας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.
Σύμφωνα με την έρευνα, μόνο ένας στους έξι (17%) Έλληνες είχε εμπειρία τηλεργασίας πριν την πανδημία. Οι άνδρες είχαν λίγο μεγαλύτερη εμπειρία τηλεργασίας από τις γυναίκες. Οι κάτοικοι των κωμοπόλεων και των μικρών πόλεων είχαν μεγαλύτερη εμπειρία από τους κατοίκους των χωριών και των μεγάλων αστικών κέντρων. Παράλληλα, εργαζόμενοι υψηλού μορφωτικού επιπέδου είχαν σημαντικά μεγαλύτερη εμπειρία από εργαζομένους χαμηλότερου επιπέδου, ενώ άτομα με αναπηρίες είχαν πολύ μεγαλύτερη εμπειρία από τα άτομα με άλλα προβλήματα υγείας και ακόμα μεγαλύτερη από άτομα χωρίς προβλήματα. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι είχαν μεγαλύτερη εμπειρία από άλλες κατηγορίες εργαζομένων. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι 36-65 χρόνων και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι 18-35 χρόνων είχαν τη μεγαλύτερη εμπειρία στον κλάδο τους.
Συγκεκριμένα, το 17,1% των τηλεργαζομένων δήλωσε ότι είχε κάποια εξοικείωση με αυτήν την μορφή εργασίας, το 19,7% είχε μια μικρή εμπειρία και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας, 63,2%, δεν είχε καμιά επαφή με τηλεργασία.
Ως προς τον αριθμό των ατόμων που τηλεργάστηκαν, το ποσοστό προσεγγίζει το ήμισυ του εργατικού δυναμικού. Ταυτόχρονα, όπως δείχνει η έρευνα, περισσότερες γυναίκες τηλεργάζονται από άνδρες, ενώ οι κάτοικοι χωριών μέχρι 500 κατοίκων είναι οι λιγότεροι που τηλεργάζονται.
Ειδικότερα, το 45,8% των πολιτών «αναγκάστηκε» να εργαστεί αρκετές φορές εξ αποστάσεως, το 22,2% μερικές φορές και το 32% δεν χρειάστηκε ή δεν μπόρεσε να τηλεργαστεί, δηλαδή σχεδόν το 70% των εργαζομένων εργάστηκε εξ αποστάσεως.
Οι απόψεις όσων τηλεργάστηκαν για τη νέα αυτή μορφή εργασίας είναι μάλλον μοιρασμένες ως προς τον βαθμό δυσκολίας της αν και οι περισσότεροι φαίνεται να προτιμούν την παραδοσιακή μορφή.
Το 12,8% των εργαζομένων με τηλεργασία τη θεωρεί πολύ εύκολη και το 17,7% εύκολη, δηλαδή εργάζεται χωρίς κανένα άγχος ή πρόβλημα. Ουσιαστικά, το 30,5% των εργαζομένων με τηλεργασία δεν έχουν κανένα πρόβλημα στην πραγματοποίησή της. Περίπου το ίδιο ποσοστό (31,9%) τη θεωρεί μέτριας ευκολίας/δυσκολίας, με την εκτίμηση ότι δεν είναι εύκολη, αλλά καταφέρνουν με κάποια προσπάθεια να τηλεργαστούν και οι υπόλοιποι, σε ποσοστό 37,6%, τη θεωρούν δύσκολη έως αδύνατη.
Σημειώνεται ότι, τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έρευνα του Πανεπιστημίου συλλέχθηκαν από όλη τη χώρα, από όλες τις διοικητικές περιφέρειες, από μικρά χωριά έως μεγάλες πόλεις, από όλες τις ηλικίες 12 έως 98 ετών, όλες τις εθνικότητες, όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα και τις επαγγελματικές κατηγορίες, και όλα τα θρησκευτικά δόγματα. Τα ερωτηματολόγια ήταν ηλεκτρονικά και ανώνυμα. Από τα ληφθέντα αξιοποιήσιμα ήταν τα 5.693.
«Από αυτούς που τηλεργάστηκαν μόνον το 12,4% επιθυμεί να συνεχίσει να τηλεργάζεται σε πλήρες ωράριο και το 47,4% δήλωσε ότι δεν το επιθυμεί. Τέσσερις στους δέκα (40,2%) δήλωσαν ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν να τηλεργάζονται ανάλογα με τις συνθήκες και τους όρους εργασίας. Είναι φανερό πως οι εργαζόμενοι νοιώθουν αβέβαιοι και ανασφαλείς για τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν στη νέα μορφή εργασίας, κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους εργοδότες. Σιγά-σιγά θα αποκατασταθεί εμπιστοσύνη μεταξύ των εργαζομένων και εργοδοτών και η τηλεργασία θα αυξήσει τη συμμετοχή της στο εργασιακό γίγνεσθαι της χώρας όπως συμβαίνει και σε πολλά άλλα κράτη», υποστήριξε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Μιχάλης Γλαμπεδάκης που είχε και την επιμέλεια της έρευνας.
Αν και οι εργαζόμενοι, αλλά και οι εργοδότες είναι ακόμα αβέβαιοι και αισθάνονται ανασφαλείς απέναντι στην εξ’ αποστάσεως εργασία, φαίνεται ξεκάθαρα πλέον σε διεθνείς μελέτες ότι η πανδημία έδειξε ένα νέο δρόμο και σε αυτόν τον τομέα και ότι το εργασιακό τοπίο έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί.
«Μεγάλη έρευνα στις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 2020 έδειξε ότι το 38% των οικονομικών δραστηριοτήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί εκτός του τόπου φυσικής εργασίας. Στην Ελλάδα, από τους ήδη τηλεργαζόμενους το 34,1% είναι απολύτως υπέρ της τηλεργασίας και μόνο το 22,3% απολύτως εναντίον. Οι υπόλοιποι είναι είτε αδιάφοροι είτε μερικώς υπέρ. Αυτό δείχνει ότι η τηλεργασία θα παραμείνει στη χώρα μας, δειλά στην αρχή πιο έντονα σε μερικά χρόνια. Υπάρχουν επαγγέλματα κύρια του τριτογενή τομέα, που μπορούν να πραγματοποιηθούν εξ αποστάσεως κατά περίπου 90% με ελάχιστη φυσική παρουσία (π.χ. μελετητές, συγγραφείς, μεταφραστές, λογιστές, δημοσιογράφοι κ.ά.). Σε άλλες χώρες η τηλεργασία πραγματοποιείται ήδη σε μόνιμη βάση, όπως σε Ολλανδία και Σουηδία πάνω από 37%, στο Λουξεμβούργο 33%, στη Φιλανδία 32%, στη Δανία 28% και στο Ηνωμένο Βασίλειο 26%», επεσήμανε ο κ. Γλαμπεδάκης.
Και πρόσθεσε: «Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει στο εξωτερικό υπάρχει μια αμφισβήτηση για την εφαρμογή της τηλεργασίας από κάποιους εργαζόμενους και από κάποιους εργοδότες. Οι μεν εργαζόμενοι θεωρούν ότι διαπλέκεται η προσωπική τους ζωή με την επαγγελματική, οι δε εργοδότες ότι οι εργαζόμενοι δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους και τεμπελιάζουν. Πιστεύουμε ότι η πανδημία έδωσε την ευκαιρία και στους μεν και στους δε να διαπιστώσουν τα θετικά και τα αρνητικά αυτής της μορφής απασχόλησης και να καταλήξουν σε συμπεράσματα εκ των γεγονότων. Ένα είναι πάντως το βέβαιο: Η τηλεργασία μπήκε στη ζωή μας και θα μείνει. Με την πάροδο του χρόνου θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων, και ένα μικρό στην αρχή, μεγαλύτερο στη συνέχεια μέρος επαγγελματικών δραστηριοτήτων, θα πραγματοποιείται πλέον εκτός του φυσικού χώρου εργασίας» .
Όχι το ίδιο αποδοτική η τηλεκπαίδευση
Αντίθετα, ως λύση ανάγκης εφαρμόστηκε η εξ΄ αποστάσεως εκπαίδευση, η οποία είναι πολύ δύσκολο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως, να υποκαταστήσει την φυσική σχέση μαθητή-εκπαιδευτικού, αλλά και την αλληλεπίδραση των μαθητών μέσα στο σχολικό περιβάλλον, η οποία παρουσιάζει μεγάλο αριθμό πλεονεκτημάτων για τους μαθητές.
«Στα νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια τα νήπια και οι μαθητές έρχονται σε επαφή με την προσωπικότητα του εκπαιδευτικού την οποία εν πολλοίς αντιγράφουν. Στα σχολεία αυτά διαπλάθονται οι προσωπικότητες και οι συνειδήσεις των παιδιών. Αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσω υπολογιστών. Στα πανεπιστήμια μεταδίδονται επιστημονικά ερεθίσματα και κεντρίζονται οι επιστημονικές ευαισθησίες και ανησυχίες των φοιτητών», ανέφερε ο κ. Γλαμπεδάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «φυσικά, κάποιες δραστηριότητες γινόταν και πριν μέσω υπολογιστών, πχ υποβολή εργασιών από φοιτητές σε καθηγητές και επιστροφές των σχολίων στους φοιτητές από τους καθηγητές και θα εξακολουθήσουν να γίνονται. Επίσης θετικό στοιχείο είναι η ασύγχρονη παρακολούθηση ειδικά για εργαζόμενους φοιτητές μπορούν να εγγράψουν το μάθημα και να το παρακολουθήσουν αργότερα, όμως αυτό τους στερεί τη δυνατότητα της “ερώτησης”. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δια ζώσης, όμως, “το μη χείρον βέλτιστον” στη δύσκολη κατάσταση που δημιούργησε η πανδημία».
Ωστόσο, με την τηλεκπαίδευση σε πολλές περιπτώσεις αυξήθηκε ο αριθμός των φοιτητών που συμμετείχαν στο μάθημα, καθώς δεν υπήρχαν πλέον πολλά από τα συνηθισμένα εμπόδια που δεν αφήνουν τους φοιτητές να πάνε στα αμφιθέατρα και παράλληλα λόγω του lockdown οι φοιτητές είχαν πολύ λιγότερα πράγματα να τους αποσπούν την προσοχή από τις παραδόσεις.
«Σε καμιά περίπτωση η τηλεκπαίδευση δεν είναι το ίδιο αποδοτική, αν και το 8,8% των μαθητών και φοιτητών τη θεωρούν πιο αποδοτική. Από την προσωπική μου εμπειρία μετά τα τρία εξάμηνα τηλεκπαίδευσης, παρατηρώ ότι συμμετέχουν στο μάθημα περισσότεροι από όσους ερχόταν στις αίθουσες, τώρα συμμετέχουν περίπου 90 φοιτητές, ενώ στις αίθουσες ερχόταν περίπου 50. Όμως στην αίθουσα έβλεπα στα πρόσωπά τους την κατανόηση ή μη των λεγομένων, ενώ μέσω του υπολογιστή δεν βλέπω τίποτε. Στην αίθουσα αναπτύσσεται η αλληλοεπίδραση, ένας φοιτητής εξηγεί κάτι στον διπλανό του, δράση που δεν γίνεται μέσω των υπολογιστών. Πριν την πανδημία οι φοιτητές μπορούσαν να συναντήσουν τους καθηγητές στα γραφεία τους γεγονός που δεν γίνεται τώρα. Γι’ αυτό τόσο οι μαθητές όσο και οι φοιτητές προτιμούν τη δια ζώσης εκπαίδευση στη συντριπτική πλειοψηφία τους» κατέληξε ο κ. Γλαμπεδάκης.