Τηλεπικοινωνίες

Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών vs Επιτροπή Ανταγωνισμού: Χρονικό προαναγγελθείσας αναστάτωσης

Αναστάτωση στην αγορά Τηλεπικοινωνιών και Πληροφορικής έχει προκαλέσει το άρθρο 4 «Κατάχρηση θέσης ισχύος σε οικοσύστημα δομικής σημασίας για τον ανταγωνισμό – Προσθήκη άρθρου 2Α στον ν. 3959/2011» του νομοσχεδίου του υπουργείου Ανάπτυξης «Εκσυγχρονισμός του δικαίου ανταγωνισμού για την ψηφιακή εποχή», στο οποίο ενσωματώνεται και η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018.

Ήδη η Ένωση Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας έχει διατυπώσει τις θέσεις της και τις ενστάσεις της για τα ορατά προβλήματα που θα προκαλέσει αυτή σχεδιαζόμενη σημαντική αλλαγή στην αγορά ψηφιακών επικοινωνιών και υπηρεσιών. Όπως αναφέρεται από την Ένωση «Η νέα αυτή μορφή προτείνεται επιπλέον των καθιερωμένων παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού και δεν απαντά σε άλλες έννομες τάξεις. Δημιουργείται έτσι σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και διασπάται η ευρωπαϊκή πολιτική ανταγωνισμού στην ενιαία ενωσιακή αγορά. Περαιτέρω, εγκυμονεί τον κίνδυνο εκτεταμένων παρεμβάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην επιχειρηματική ελευθερία των εταιρειών, χωρίς να έχει τεκμηριωθεί ότι, τουλάχιστον στην Ελλάδα, το υφιστάμενο νομικό οπλοστάσιο δεν είναι επαρκές».

Ανάλογες θέσεις έχει διατυπώσει και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΣΕΠΕ). Οι δύο Σύνδεσμοι ζητούν την απόσυρση των σχετικών άρθρων με τα οποία η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα αποκτήσει τη ισχυρή παρεμβατική δικαιοδοσία στον ανταγωνισμό των Ψηφιακών Επικοινωνιών, αρμοδιότητες τις οποίες έχει θεσμικά η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ).

Ο ΣΕΠΕ χαρακτηρίζεις πολύ αόριστες, ασαφείς και υπέρμετρα διευρυμένες τις προτεινόμενες διατάξεις, όπως και το ρυθμιστικό τους πεδίο, σε σημείο που εγείρεται θέμα «ανασφάλειας δικαίου» για τις επιχειρήσεις. Αναφέρει επίσης ότι η προσθήκη του επίμαχου νέου άρθρου 2Α δεν προβλέπεται στην Οδηγία (ΕΕ) 2019/1. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως «καταχρηστική¨ και δεν συμβαδίζει με τις ταχύτατες τεχνολογικές και θεσμικές εξελίξεις σε θέματα ανταγωνισμού και παρακολουθεί ως εθνικός θεσμικός εκπρόσωπος όλες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις Ψηφιακές Αγορές από κάθε πλευρά τόσο από το ψηφιακό περιεχόμενο όσο φυσικά και από το πολύπλοκο θεσμικό πλαίσιο της ρύθμισης των ψηφιακών αγορών.

Η υπόθεση της θεσμικής εισόδου της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις Τηλεπικοινωνίες έχει ξεκινήσει πριν χρόνια όταν ο νυν Πρόεδρος της Επιτροπής Ιωάννης Λιανός είχε θέσει θέμα μεταφοράς της σχετικής αρμοδιότητας, ως επικεφαλής της επιτροπής που συνέταξε το σχέδιο νόμου που οδεύει προς ψήφιση. Στην τότε κυβερνητική αναστάτωση η παρέμβαση του υπουργού Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκου Πιερρακάκη επανάφερε την θεσμική ακεραιότητα της Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, αλλά φαίνεται ότι ο χώρος των Ψηφιακών Επικοινωνιών έχει αποκτήσει εσχάτως μεγάλο ενδιαφέρον.

«Πόδι» και στις εταιρείες Πληροφορικής

Την σαφή πρόθεση και προσανατολισμό της Επιτροπής Ανταγωνισμού να εμπλακεί στα δρώμενα της Ψηφιακής Αγοράς δείχνει σειρά αιφνιδιαστικών ελέγχων της Επιτροπής σε επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε διαγωνισμούς δημοσίων έργων. Οι έλεγχοι έγιναν στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων στην Περιφέρεια Αττικής με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή διενεργεί έρευνα στο πλαίσιο εντοπισμού αντί-ανταγωνιστικών πρακτικών βάσει των διατάξεων του νόμου 3959/2011.

Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού και τις θεσμοθετημένες αρμοδιότητές της «θα παρεμβαίνει κατά άμεση προτεραιότητα όπου κρίνεται απαραίτητο, και θα εξετάζει κάθε σχετική περίπτωση που θα υποπέσει στην αντίληψή της, με την υποβολή καταγγελίας, αίτησης επιείκειας ή ανώνυμων σχετικών πληροφοριών μέσω του ασφαλούς ψηφιακού περιβάλλοντος (whistleblowing) και θα επιβάλλει αυστηρότατες διοικητικές κυρώσεις στις επιχειρήσεις που τυχόν εφαρμόζουν αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές».

close menu