Η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του κράτους και της ΑΑΔΕ που έχει φέρει πρόσθετα εισοδήματα στα δημόσια ταμεία, είναι από τους κύριους λόγους της αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, σύμφωνα με όσα αναφέρει η Standard & Poors στο report που συνοδεύει την αξιολόγηση της.
Η αναβάθμιση από το ΒΒ+/B σε ΒΒΒ-/A-3 με θετικές προοπτικές , που βάζει την ελληνική οικονομία σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας, αναφέρει πως η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών έχει συνδράμει στην βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας, ενώ έχει φέρει και μεγαλύτερη φορολογική συμμόρφωση.
Με οδηγό την ψηφιοποίηση
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της S&P: “Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας παραμένουν ισχυρές. Ο οίκος αναμένει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάσει τουλάχιστον στο 1,2% το 2023, παρά το σημαντικό δημοσιονομικό κόστος που σχετίζεται με τις πρόσφατες πυρκαγιές και πλημμύρες. Η υπεραπόδοση των εσόδων έχει συνδράμει στη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης της Ελλάδας, με το εγχείρημα της ψηφιοποίησης όλο και περισσότερων υπηρεσιών να αποδίδει καρπούς μέσω της μεγαλύτερης φορολογικής συμμόρφωσης. Μπορεί η Ελλάδα να έχει σημειώσει πρόοδο στην κάλυψη του χάσματος του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) (η διαφορά μεταξύ των εκτιμώμενων εισπράξεων ΦΠΑ και των πραγματικών εσόδων ΦΠΑ, μέτρο φορολογικής συμμόρφωσης), παραμένει ωστόσο σε χειρότερο επίπεδο από τις ομόλογές της. Αυτό συνεπάγεται πως υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω αύξηση των εσόδων, αν και ο λόγος των συνολικών κρατικών εσόδων προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των κρατών που αξιολογεί η S&P. Αν και αυτό υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική πίεση για μείωση των φόρων, αναμένεται ότι το ποσοστό των κρατικών εσόδων στο ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά, καθώς το ΑΕΠ συνεχίζει να ανακάμπτει στα προ της κρίσης χρέους επίπεδα.
Ο προϋπολογισμός του 2024 που κατατέθηκε προβλέπει περαιτέρω εξυγίανση, με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ. Για να επιτευχθεί αυτό, οι αρχές έχουν ανακοινώσει σχέδια για αυστηρότερη φορολογική συμμόρφωση. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της εξυγίανσης είναι αποτέλεσμα προηγούμενων μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος του 2016 (Νόμος Κατρούγκαλου), που σημαίνει ότι ακόμη και σε ένα σενάριο χωρίς αλλαγή πολιτικής, η δημοσιονομική τροχιά της Ελλάδας θα συνεχίσει να είναι βελτιωμένη. Υπό αυτή την έννοια, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει περιθώρια ενώ εξακολουθεί να επιτυγχάνει δημοσιονομικούς στόχους για να συνεχίσει τα σχέδιά της για αύξηση των δαπανών το 2024, σύμφωνα με τις προεκλογικές υποσχέσεις, συμπεριλαμβανομένων μέτρων όπως οι μισθοί στο δημόσιο τομέα, οι εφάπαξ αυξήσεις των συντάξεων, ο στοχευμένος φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων, οι ελαφρύνσεις για τις οικογένειες και η αύξηση των χορηγήσεων σε δημόσιες επενδύσεις”.
Η εξέλιξη του χρέους
Όπως αναφέρεται στο report «εκτιμούμε ότι το καθαρό ελληνικό δημόσιο χρέος θα μειωθεί στο 146% περίπου του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του έτους, γεγονός το οποίο θα αποτελεί αξιοσημείωτη βελτίωση από το 189% του ΑΕΠ το 2020.
Στην επίδοση αυτή υπολογίζεται η επίδραση του πληθωρισμού, αλλά κυρίως η ταχεία οικονομική επέκταση μετά την πανδημία και η θεαματική δημοσιονομική εξυγίανση.
Παρότι το απόθεμα του χρέους παραμένει υψηλό, το προφίλ του είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά από όλα τα κράτη που αξιολογούμε.
Η μέση σταθμισμένη λήξη του χρέους γενικής κυβέρνησης ήταν στα 19,7 έτη στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι πληρωμές τόκων καταλαμβάνουν επί του παρόντος ένα σχετικά μέτριο 5,7% των εκτιμώμενων εσόδων της γενικής κυβέρνησης. Το εκτεταμένο πρόγραμμα αναχρηματοδοτήσεων διευκολύνει ουσιαστικά τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης.
Όπως και άλλες μικρές ανοιχτές οικονομίες, η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη στις αλλαγές των συνθηκών στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό περιλαμβάνει κινδύνους από πιθανή οικονομική επιβράδυνση που μπορεί να επηρεάσει τους σημαντικούς εξωτερικούς τομείς του τουρισμού ή της ναυτιλίας, ή μια άλλη ξαφνική άνοδο των τιμών της ενέργειας. Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη βελτιωμένη δυναμική των πιστωτικών μετρήσεων της Ελλάδας. Οι αξιολογήσεις μας εξακολουθούν να περιορίζονται από το υψηλό ακόμη δημόσιο χρέος και την αδύναμη εξωτερική θέση, αναφέρει ο οίκος.
Οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη
Η ελληνική κρίση χρέους (2009-2015) πυροδότησε μια μακρά περίοδο οικονομικής ύφεσης και θεσμικής αστάθειας, που συνοδεύτηκε από μεγάλο έλλειμμα επενδύσεων, καθώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις μείωσαν τις δαπάνες για την υγεία, την εκπαίδευση και τις υποδομές. Μέχρι το 2019, η κατάσταση βελτιώθηκε καθώς ανέκαμψαν οι άμεσες ξένες επενδύσεις (συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες), ενώ η επιχειρηματική εμπιστοσύνη ενισχύθηκε έντονα σε συνδυασμό με την πρόοδο στη δημοσιονομική εξυγίανση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής συμμόρφωσης, της αγοράς εργασίας, της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και πτυχές της δικαστικής μεταρρύθμισης (δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί πλήρως).
Η ανάκαμψη από την κρίση χρέους και στη συνέχεια, η πανδημία του COVID-19, έδωσαν ώθηση στην αρχική ανάκαμψη των επενδύσεων και της εμπιστοσύνης στην οικονομία. Η ταχεία ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών οδήγησε σε σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής και στην απελευθέρωση άλλων βελτιώσεων στην αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα. Οι ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού, της ναυτιλίας και της μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την πρόοδο των τραπεζών στην πώληση και την επίλυση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ώθησαν πρόσθετες επενδύσεις.
Επιπλέον, η ανάπτυξη της Ελλάδας έχει αντέξει τις καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες το 2023. Δεν αναμένουμε ότι αυτά τα κλιματικά φαινόμενα θα επηρεάσουν ουσιαστικά την ελληνική οικονομική ανάπτυξη, λόγω του εξαιρετικά εντοπισμένου και χρονικά περιορισμένου χαρακτήρα των γεγονότων. Τα δεδομένα από τους δείκτες κλίματος υποδηλώνουν οριακή μόνο επιδείνωση της εμπιστοσύνης, καθώς οι πληγείσες περιοχές αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό μέρος της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο οίκος προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,5% για το 2023, σε γενικές γραμμές σύμφωνα με την ανάπτυξη 2,4% που παρατηρήθηκε το πρώτο εξάμηνο του έτους. Ο τουριστικός τομέας τα πάει ιδιαίτερα καλά. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα είχε το καλύτερο πρώτο εξάμηνο από πλευράς εισερχόμενης τουριστικής κίνησης από τότε που καταγράφονται στοιχεία, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τις τουριστικές εισπράξεις των πρώτων επτά μηνών που ήταν 18% πάνω από τα επίπεδα του 2019. Αυτή είναι η ταχύτερη ανάκαμψη μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών τουριστικών προορισμών.
Η διεύρυνση των επενδυτικών ροών, η βελτίωση της αγοράς εργασίας (η ανεργία αναμένεται να μειωθεί στο 9,2% το επόμενο έτος από το ρεκόρ του 28,2% το τρίτο τρίμηνο του 2013) και οι υποστηρικτικές πιστωτικές συνθήκες μετά την βελτίωση του τραπεζικού τομέα θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια και προβλέπεται ότι θα είναι κατά μέσο όρο 2,6% την περίοδο 2024-2026.
Η απουσία σημαντικής περαιτέρω σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής θα βοηθήσει, ενώ ο αντίκτυπος της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής στην ανάπτυξη δεν θα είναι πλέον συσταλτικός.
Η οικονομία της Ελλάδας έχει αναπτυχθεί κατά 26% (σε πραγματικούς και εποχικά προσαρμοσμένους όρους) από το κατώτατο σημείο της που προκλήθηκε από την πανδημία το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Ωστόσο, παραμένει περίπου 22% κάτω από το υψηλό της πριν από την κρίση του δημοσίου χρέους το δεύτερο τρίμηνο του 2007 ( παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών πριν από το 2010 δεν είναι πλήρως συγκρίσιμα καθότι έχουν διαφορετικό έτος βάσης) υποδηλώνοντας περιθώρια για ανάπτυξη πάνω από την τάση τα επόμενα χρόνια