Η εικόνα στασιμότητας των ελληνικών εξαγωγών στο τρίμηνο Φεβρουάριος-Απρίλιος 2024 κρύβει τις «μάχες» που δίνουν τα ελληνικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές, η οποία εκφράζεται με την έντονη μεταβλητότητα που παρατηρούμε μεταξύ των επιμέρους κλάδων και αγορών, επισημαίνει η Εθνική Τράπεζα σε ανάλυσή της.
Εν μέσω αυτής της συγκυρίας έντονων αναταράξεων, οι ελληνικές εξαγωγές κατόρθωσαν να διατηρήσουν τα μερίδιά τους έναντι των ευρωπαίων ανταγωνιστών, ενώ παράλληλα υπάρχουν θετικές προοπτικές για υψηλότερες επιδόσεις στο δεύτερο εξάμηνο της χρονιάς.
Πιο αναλυτικά, και εξαιρώντας τα προϊόντα ελαιόλαδου και βαμβακιού που ακόμα επηρεάζονται αρνητικά από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην περυσινή παραγωγή, οι εξαγωγές κατά το εν λόγω τρίμηνο παρουσίασαν επίδοση +0,8% σε αποπληθωρισμένους όρους. Ωστόσο, η βαθύτερη ανάλυση των στοιχείων αναδεικνύει μεγάλες αποκλίσεις επιδόσεων στους επιμέρους κλάδους.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και σε επίπεδο αγορών, με τις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές (που απορροφούν τα ⅘ των ελληνικών εξαγωγών) να παρουσιάζουν σχετική στασιμότητα, ενώ έντονες διακυμάνσεις εντοπίζονται σε λοιπές μικρότερες αγορές. Θετικά ξεχωρίζουν οι αγορές της Αμερικής ενώ οι αγορές της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής πέφτουν με διψήφια ποσοστά. Μάλιστα, είναι ευδιάκριτη μια προσπάθεια στροφής προς τις αγορές του Ατλαντικού, με τις εξαγωγές προς ΗΠΑ, Καναδά και Η.Β. να παρουσιάζουν αύξηση της τάξης του +20%.
Η εξέλιξη αυτή αξίζει να διερευνηθεί περαιτέρω τους επόμενους μήνες, καθώς τα πρώτα στοιχεία αποκαλύπτουν μια στροφή (i) εν μέρει διαρθρωτικής φύσης (πιθανώς συνδεόμενη με τις δυσχέρειες που παρουσιάζει η εμπορική δίοδος του Σουέζ) και (ii) εν μέρει απόρροια μεμονωμένων προσπαθειών για άνοιγμα σε αυτές τις αγορές.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να γίνουν δύο επισημάνσεις:
Με τα πρώτα στοιχεία της περιόδου Μαΐου-Ιουνίου να μην είναι ευοίωνα (της τάξης του -8%), το πρώτο εξάμηνο δείχνει ότι τελικά θα κλείσει αρνητικά για τις ελληνικές εξαγωγές (της τάξης του -3,5% σε αποπληθωρισμένους όρους).
Ωστόσο, σε αυτή τη συγκυρία έντονης μεταβλητότητας, θετική εξέλιξη που σίγουρα πιστώνεται στους Έλληνες εξαγωγείς είναι ότι έχουν καταφέρει να διατηρήσουν άθικτο το μερίδιο που κέρδισαν τα προηγούμενα χρόνια. Εμβαθύνοντας στα δεδομένα, γίνεται εμφανές ότι για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος η συντριπτική πλειοψηφία (74%) έχει υιοθετήσει επιθετικές στρατηγικές στις διεθνείς αγορές, με κυρίαρχο όπλο τις ανταγωνιστικές τιμές.
Κοιτάζοντας μπροστά, αν και η πραγματική δυναμική των εξαγωγών δεν αναμένεται να παρουσιάσει σημαντική μεταβολή έναντι της επίδοσης του πρώτου εξαμήνου (-1,6 ποσοστιαίες μονάδες), οι ελληνικές εξαγωγές εκτιμάται ότι θα ευνοηθούν από την επίδραση των παρακάτω παραγόντων:
Την αντιστροφή της αρνητικής επίδρασης βάσης σύγκρισης, δίνοντας ώθηση της τάξης των 2,0 ποσοστιαίων μονάδων, και
Την επαναφορά των σοδειών ελαιόλαδου και βαμβακιού σε πιο φυσιολογικά επίπεδα παραγωγής, προοπτική που μπορεί να προσθέσει έως και 2,5 ποσοστιαίες μονάδες στις εξαγωγικές επιδόσεις του δεύτερου εξαμήνου.
Υπό αυτό το πρίσμα, η συνολική επίδοση του δεύτερου εξαμήνου μπορεί να διαμορφωθεί κοντά στα επίπεδα του +3% (σε αποπληθωρισμένους όρους). Η εκτίμηση αυτή είναι συμβατή με τη σταδιακή βελτίωση που παρουσιάζει ο δείκτης εξαγωγικών παραγγελιών και προϋποθέτει ότι η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας (η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη εξαγωγική μας αγορά) θα συνεχιστεί απρόσκοπτα.
Παράλληλα, σημειώνει η Εθνική, η συγκυρία εξακολουθεί να κρύβει έντονες προκλήσεις, καθώς η διαρκής γεωπολιτική αναταραχή και οι πολιτικές εξελίξεις σε ΕΕ και ΗΠΑ μπορούν να επηρεάσουν απρόσμενα και καθοριστικά τις ελληνικές εξαγωγές. Ταυτόχρονα, η κλιματική αλλαγή παραμένει μια διαρκής απειλή για την αγροτική παραγωγή, η οποία κατέχει κομβικό ρόλο στις ελληνικές εξαγωγές, με τα τρόφιμα να καλύπτουν το ¼ των εξαγωγών.