Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά 38 θέσεις έχασε η Ελλάδα, σε σχέση με πέρυσι, σε ό,τι αφορά στην ελευθερία του Τύπου. Η χώρα μας «βούλιαξε» στην 108η θέση (από την 70ή πέρυσι), σύμφωνα με τους σχετικούς δείκτες που παρακολουθούν και δημοσιεύουν ετησίως οι «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» (RSF).
Το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας έκθεσης, η Ελλάδα, κυρίως λόγω της συνεχώς αυξανόμενης απαξίωσης των ΜΜΕ από τους πολίτες, της τεράστιας οικονομικής τους εξάρτησης από την ελεγχόμενη κρατική χρηματοδότηση, αλλά και τον συνυπολογισμό της εκτέλεσης Καραϊβάζ βρίσκεται χαμηλότερα από χώρες όπως το Μπουρουντί, η Γκαμπόν, η Μποτσουάνα, η Μογγολία κι άλλες.
Αναλυτικά οι κατατάξεις της Ελλάδας στις 180 χώρες που εξετάστηκαν:
Συνολική αξιολόγηση: 108η (από 70η το 2021)
128η στον δείκτη ασφάλειας
113η στον οικονομικό δείκτη
103η στον κοινωνικό δείκτη
72η στον πολιτικό δείκτη
70η στον νομικό δείκτη
Όπως επισημαίνει η RSF, «η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα υπέστη σοβαρά πλήγματα το 2021 και το 2022, με δημοσιογράφους να παρεμποδίζονται τακτικά από την κάλυψη θεμάτων από τη μετανάστευση μέχρι την πανδημία. Επιπλέον, η δολοφονία του βετεράνου αστυνομικού ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ τον Απρίλιο του 2021 παραμένει ανεξιχνίαστη, παρά τις υποσχέσεις της κυβέρνησης για ταχεία διερεύνηση».
Αναφορικά με το μιντιακό τοπίο της χώρας μας, σημειώνεται: «Η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στα MME είναι σταθερά μία από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Λίγοι μεγάλοι ιδιωτικοί όμιλοι όπως ο ΣΚΑΪ συνυπάρχουν με εκατοντάδες διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης, γεγονός που συμβάλλει σε έναν μεγάλο κατακερματισμό του μιντιακού τοπίου. Η συντριπτική πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης ανήκει σε λίγα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται επίσης σε άλλους, αυστηρά ρυθμιζόμενους επιχειρηματικούς τομείς. Επιπλέον, ορισμένοι από αυτούς έχουν στενούς δεσμούς με την πολιτική ελίτ. Ο Τύπος είναι επομένως πολύ πολωμένος πολιτικά».
Στην έκθεση της RSF τονίζεται ακόμα ότι η εποπτεία των κρατικών ΜΜΕ από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο υπονομεύει την ανεξαρτησία τους και ότι το ΕΣΡ έχει κατηγορηθεί ως αργό και αναποτελεσματικό στις αποφάσεις του, ενώ αναφορά γίνεται και στις αδιαφανείς κρατικές ενισχύσεις προς μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στοn νόμο περί διασποράς ψευδών ειδήσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που «επιτρέπει τον ασύμμετρο περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου με σαθρά νομικά θεμέλια». Όπως τονίζεται, «η ποινή πενταετούς φυλάκισης για το αδίκημα της διάδοσης ψευδών πληροφοριών αντίκειται στις διεθνείς δεσμεύσεις της Ελλάδας και τα ευρωπαϊκά νομικά πρότυπα, αποτελεί σοβαρή απειλή για το δικαίωμα των δημοσιογράφων να δημοσιεύουν πληροφορίες για το δημόσιο συμφέρον και αυξάνει τον κίνδυνο αυτολογοκρισίας».
Τέλος, ως προς το κομμάτι της ασφάλειας των δημοσιογράφων στην Ελλάδα, πέρα από τη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ, γίνεται αναφορά στην Ολλανδή δημοσιογράφο Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα μετά από μία εκστρατεία δυσφήμησης σε βάρος της λόγω της λογομαχίας που είχε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τις επαναπροωθήσεις μεταναστών, ενώ υπογραμμίζεται επίσης ότι «η αστυνομία καταφεύγει τακτικά σε βία και αυθαίρετες απαγορεύσεις για να παρεμποδίσει τη δημοσιογραφική κάλυψη των διαδηλώσεων και της προσφυγικής κρίσης στα νησιά».