Μοναδική ευκαιρία για την ανάπτυξη της χώρας είναι η δημιουργία αμυντικής βιομηχανίας που θα της επιτρέψει να μετέχει σε σχήματα συμπαραγωγής, να αποκτήσει αυτάρκεια και να ενισχύσει τις εξαγωγές σημείωσε ο διοικητής της ΤτΕ κ. Γιάννης Σουρνάρας κατά την ομιλία του στην 92η ετήσια τακτική γενική συνέλευση της Τράπεζας της Ελλάδος . Ο ίδιος τόνισε την ανάγκη για περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την επανεξέταση των φοροαπαλλαγών ώστε να καταστεί πιο αποτελεσματική η φορολογική δικαιοσύνη στη χώρα. Τόνισε δε την ανάγκη βελτίωσης θεμάτων Δικαιοσύνης, στοιχείο το οποίο δυσκολεύει την προσέλκυση διεθνών επενδύσεων.
Στον απόηχο των δασμών Τραμπ, όπως τόνισε η Ελλάδα, αν και έχει μικρή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και επομένως αναμένεται να έχει περιορισμένες άμεσες επιπτώσεις από την αύξηση δασμών, ενδέχεται να επηρεαστεί έμμεσα, καθώς μια συνολική επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μπορεί να μειώσει τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες και να περιορίσει τις προοπτικές ανάπτυξης. Τέλος, η αυξημένη αβεβαιότητα στις αγορές λειτουργεί αποτρεπτικά για τις επενδύσεις, καθώς οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να αναλάβουν κινδύνους σε ένα ασταθές περιβάλλον.
Οι εξελίξεις αυτές απαιτούν από τις κυβερνήσεις προσαρμογή των στρατηγικών τους, ώστε να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των οικονομιών τους απέναντι στις νέες συνθήκες. Για την Ελλάδα, η απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις βρίσκεται στη συνέχιση της αξιόπιστης δημοσιονομικής πολιτικής, την προσέλκυση επενδύσεων και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας, την προώθηση της καινοτομίας και τη στροφή προς ένα περισσότερο βιώσιμο αναπτυξιακό υπόδειγμα, το οποίο θα βασίζεται στη διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης και στην ανάπτυξη νέων τομέων με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Η ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων ενός εμπορικού πολέμου είναι μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, καθώς εξαρτάται από παράγοντες όπως η διάρκεια και η ένταση των μέτρων και αντίμετρων, οι χώρες που εμπλέκονται και η ικανότητα των οικονομιών να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.
Ισχυρή ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και να καταγράφει θετικές επιδόσεις. Το 2024 ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 2,3%, παραμένοντας στα ίδια επίπεδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος και αισθητά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές υπηρεσιών.
Ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στον τομέα των επενδύσεων, ο οποίος παρουσιάζει ισχυρή δυναμική τα τελευταία χρόνια. Από το 2019 και μετά, οι επενδύσεις σημειώνουν σταθερή άνοδο, καλύπτοντας μέρος του σημαντικού επενδυτικού κενού που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Η συμβολή τους στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο της ευρωζώνης, φθάνοντας μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.), έναντι μόλις 0,3 ποσ. μον. στην ευρωζώνη. Ιδιαίτερη σημασία δεν έχει μόνο ο όγκος, αλλά και η ποιοτική αναβάθμιση της σύνθεσης των επενδύσεων. Πριν από την κρίση χρέους, σχεδόν οι μισές ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις παρέμεναν ανεπαρκείς, περιορίζοντας τις προοπτικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Σήμερα όμως η εικόνα έχει αντιστραφεί: περίπου τα 4/5 των ιδιωτικών επενδύσεων κατευθύνονται σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/5 σε κατοικίες. Εφόσον αυτή η τάση διατηρηθεί και συνοδευθεί από περαιτέρω αύξηση του όγκου των συνολικών επενδύσεων, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας.
Ο γενικός πληθωρισμός υποχώρησε περαιτέρω το 2024, φθάνοντας στο 3%. Παρ’ όλα αυτά, παρέμεινε υψηλότερος από το μέσο όρο της ευρωζώνης, κυρίως λόγω του επίμονου πληθωρισμού στις υπηρεσίες, που εμπόδισε την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του. Ο πυρήνας του πληθωρισμού άρχισε να αποκλιμακώνεται, για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, καθώς ο ρυθμός αύξησης των τιμών στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά επιβραδύνθηκε αισθητά.
Η αγορά εργασίας συνέχισε τη θετική της δυναμική και το 2024, με την ανεργία να υποχωρεί περαιτέρω στο 10,1% και τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό να ενισχύεται. Παρά τη βελτίωση αυτή, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από εντεινόμενη πλέον στενότητα σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν. Πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες στην κάλυψη των αναγκών τους σε προσωπικό – ακόμη και μετά τη σημαντική αύξηση των μισθών που καταγράφηκε το 2024.
Η αύξηση μάλιστα των αποδοχών των εργαζομένων το 2024 ήταν σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με το 2023, ενισχύοντας ουσιαστικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Πιο συγκεκριμένα, οι συνολικές αμοιβές από εξαρτημένη εργασία αυξήθηκαν με ρυθμό 7,4%, ενώ οι αμοιβές ανά μισθωτό κατέγραψαν άνοδο της τάξεως του 6%. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν τρεις βασικοί παράγοντες: (1) η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, (2) η επαναφορά των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και (3) η περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού.
Μετά την πρόοδο των τελευταίων ετών, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εμφάνισε μικρή επιδείνωση το 2024. Η επιδείνωση αυτή σχετίζεται με την ανατίμηση του ευρώ, η οποία επέδρασε αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα ως προς τις σχετικές τιμές. Παράλληλα όμως, η ανταγωνιστικότητα ως προς το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επηρεάστηκε αρνητικά από δύο παράγοντες: αφενός τη χαμηλότερη αύξηση των μισθών στην υπόλοιπη ευρωζώνη και αφετέρου τη μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες σε σύγκριση με την Ελλάδα. Όσον αφορά τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η θέση της χώρας παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη στους συναφείς σύνθετους δείκτες. Η υστέρηση σε κρίσιμους τομείς – όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η καινοτομία και οι παραγωγικές επενδύσεις – συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για τη βελτίωση της κατάταξης της Ελλάδος στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας.
Επιδείνωση κατέγραψε και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με το έλλειμμα να διευρύνεται στο 6,4% του ΑΕΠ.
Αντίθετα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις σημείωσαν σημαντική άνοδο το 2024, αγγίζοντας τα €6 δισεκ. (ή περίπου 2,5% του ΑΕΠ). Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας εικοσαετίας. Συνολικά, η ενίσχυση των ξένων άμεσων επενδύσεων αντανακλά τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την ολοκλήρωση έργων αποκρατικοποιήσεων.
Οι προβλέψεις για το 2025 – Στο 2,3% το ΑΕΠ
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διατηρηθεί στο 2,3% και το 2025 – επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η συμβολή του εξωτερικού τομέα εκτιμάται ότι θα είναι ουδέτερη. Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα συνοδευθεί από μια μικρή περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας στο 9,9%.
Ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει ελαφρώς το 2025 στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα παραμείνει σταθερός. Ανοδική πίεση στις τιμές θα προέλθει κυρίως από την επιστροφή του ενεργειακού πληθωρισμού σε θετικά επίπεδα, καθώς και από την αναμενόμενη αύξηση του πληθωρισμού των υπηρεσιών. Αντίθετα, αποκλιμάκωση προβλέπεται στον πληθωρισμό των ειδών διατροφής και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να βελτιωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλό επίπεδο.
Τα δημοσιονομικά μεγέθη εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υγιή επίπεδα και το 2025. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,6% του ΑΕΠ. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, φθάνοντας στο 144,4% του ΑΕΠ.
Η νομισματική πολιτική το 2025 αναμένεται να γίνει σταδιακά λιγότερο περιοριστική, καθώς τα επιτόκια πολιτικής θα συνεχίσουν να μειώνονται. Ο πληθωρισμός σε επίπεδο ευρωζώνης έχει πλέον προσεγγίσει σημαντικά το στόχο του 2% και οι προβλέψεις της ΕΚΤ δείχνουν ότι η τάση αυτή είναι διατηρήσιμη και συμβατή με τη σταθερότητα των τιμών. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ παραμένει επιφυλακτική, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις της θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στα εκάστοτε διαθέσιμα δεδομένα και στην πορεία του πληθωρισμού, διασφαλίζοντας την ομαλή προσαρμογή της οικονομίας της ευρωζώνης στη νέα νομισματική πραγματικότητα.