Το σταυρόλεξο ενός ενεργειακού μπλακ άουτ επιχειρούν να λύσουν οι «27» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς το ενδεχόμενο η Μόσχα να κλείσει τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου στην ΕΕ είναι ανοιχτό,
Σε μια τέτοια περίπτωση, ο κίνδυνος να προκληθεί ένα πρωτόγνωρο και με απρόβλεπτες συνέπειες σοκ στις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες είναι εξαιρετικά μεγάλος. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της ισπανικής «El Pais», που παρουσιάζουν «ΤΑ ΝΕΑ», η Κομισιόν ετοιμάζει, και προτίθεται να παρουσιάσει στις 18 Μαΐου, ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για τις δράσεις που πρέπει να αναληφθούν στο επόμενο διάστημα.
Σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καλύπτει, τουλάχιστον θεωρητικά, και την περίπτωση ενός μπλακάουτ στην εισροή ρωσικών υδρογονανθράκων στην ευρωπαϊκή αγορά και βασίζεται στον κανονισμό για την εφοδιαστική ασφάλεια, που έχει τεθεί σε ισχύ από το 2017 – μπορεί δε, υπό προϋποθέσεις, να επεκταθεί και στο πετρέλαιο, παρ’ ότι αφορά ονομαστικά το φυσικό αέριο.
Οι δράσεις που εξετάζονται:
Τηλεργασία έως τρεις φορές την εβδομάδα μπορεί να οδηγήσει σε εξοικονόμηση 500.000 βαρελιών πετρελαίου. Μια ημέρα τηλεργασίας ισοδυναμεί με 170.000 λιγότερα βαρέλια πετρελαίου ημερησίως.
Κοινή χρήση αυτοκινήτου με άλλους ανθρώπους και ήπια οικονομική ενίσχυση σημαίνει 470.000 λιγότερα βαρέλια.
Μείωση ορίων ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους τουλάχιστον κατά 10 χιλιόμετρα ανά ώρα ισούται με 430.000 βαρέλια λιγότερα.
Κυριακές χωρίς αυτοκίνητα στις πόλεις σημαίνει 380.000 βαρέλια λιγότερα, ενώ η χρήση μονών – ζυγών στις πόλεις εξοικονομεί 210.000 βαρέλια πετρέλαιο.
Στόχος, όπως τονίζεται, είναι να διασφαλιστεί η ενεργειακή επάρκεια πρωτίστως για τα νοικοκυριά και τις ζωτικές δημόσιες υπηρεσίες, όπως επίσης και για εκείνους τους κλάδους της παραγωγής που έχουν ζωτική σημασία (όπως συνέβη και με τα πρώτα lockdown του 2020, αφότου ξέσπασε η πανδημία της Covid-19).
Ενδεικτικό του πόσο η υπόθεση κάθε άλλο παρά απλή είναι, αποτελεί το γεγονός πως από τα περίπου 155 δισ. κυβικά μέτρα που αγόρασαν πέρυσι τα κράτη μέλη της ΕΕ από τη Ρωσία, εκτιμάται ότι μόνο τα δύο τρίτα μπορούν να καλυφθούν εντός του έτους από άλλες πηγές. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι μένει ένα κενό της τάξης των 50 και πλέον δισ. κυβικών, ποσότητα η οποία ισοδυναμεί με το σύνολο της κατανάλωσης Ρουμανίας, Ουγγαρίας, Αυστρίας, Τσεχίας, Σλοβακίας, Εσθονίας, Λετονίας και Λιθουανίας – ή με πάνω από το μισό του αερίου που έχει ανάγκη η Γερμανία.
Τα πλάνα των κρατών για τη μείωση στην κατανάλωση ενέργειας
Σε κάθε περίπτωση, παράλληλα με τις διεργασίες σε επίπεδο θεσμών, έχει ξεκινήσει και μια εκστρατεία προκειμένου να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας – τόσο από τους πολίτες όσο και από τα κράτη. Σε αυτή δε αξιοποιούνται και τα στοιχεία και οι μελέτες που παρέχει η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας, όπως φαίνεται και στον χάρτη.
«Κάθε κιλοβατώρα μετράει», είπε ο Γερμανός αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος δημοσιοποίησε πρόσφατα μια σειρά κατευθυντήριες γραμμές για τη μείωση της κατανάλωσης. Παράλληλα, η κυβέρνηση του Βερολίνου αποφάσισε να μειώσει στα 9 ευρώ για το επόμενο τρίμηνο την τιμή της μηνιαίας κάρτας για τα δημόσια μέσα μεταφοράς, ώστε οι πολίτες να ενθαρρυνθούν να χρησιμοποιούν αυτά αντί των αυτοκινήτων τους.
Στην Ιταλία, επίσης, έχει τεθεί σε εφαρμογή από την κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι η «Επιχείρηση Θερμοστάτης», με την οποία ελπίζει να εξοικονομήσει 2.000 – 4.000 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως. Σύμφωνα με τα μέτρα που έχουν εγκριθεί για τα δημόσια κτίρια, δίνοντας ανάλογες συστάσεις και για τα ιδιωτικά, τον χειμώνα η θερμοκρασία δεν μπορεί να ρυθμίζεται πάνω από τους 19 βαθμούς Κελσίου, με μέγιστη απόκλιση δύο βαθμών. Όσο για το καλοκαίρι, δεν θα μπορεί οι θερμοστάτες να πέφτουν κάτω από τους 27 βαθμούς, με ανάλογη απόκλιση.
Ανάλογα μέτρα παίρνουν αυτή την περίοδο και άλλες χώρες της ΕΕ, όπως Γαλλία, Ολλανδία, Αυστρία και Πορτογαλία. Στην πρώτη, μάλιστα, τον Μάρτιο η κυβέρνηση είχε ζητήσει από τους πολίτες να συμμετέχουν στην προσπάθεια κατεβάζοντας τους θερμοστάτες στα σπίτια κατά έναν βαθμό – «αυτό ισοδυναμεί με 12-15 λιγότερα τάνκερ μεθανίου στα γαλλικά λιμάνια» είχε δηλώσει τότε η CEO του ενεργειακού ομίλου της Engie.