Μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη γεωγραφική, επιστημονική και επαγγελματική κινητικότητα των Ελλήνων διδακτόρων αποτυπώνεται στα αποτελέσματα της εκτενούς απογραφικής έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης & Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ) σε συνεργασία με την Ερευνητική Μονάδα Περιφερειακής Ανάπτυξης και Πολιτικής (ΕΜΠΑΠ) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
H έκδοση (https://metrics.ekt.gr/publications/512) παρουσιάζει στοιχεία που έχουν συλλεγεί και αφορούν τη δημογραφία των διδακτόρων, την επιλογή των ιδρυμάτων από τα οποία λαμβάνουν τα πτυχία τους στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, τις επαγγελματικές επιλογές τους και πώς αυτές συνδέονται με τον επιστημονικό τους προσανατολισμό, τη γεωγραφική τους κινητικότητα κατά τη διάρκεια των σπουδών και μετά την ολοκλήρωσή τους, τη συσχέτιση της κινητικότητας με την αγορά εργασίας και οικονομικούς και άλλους παράγοντες που επηρέασαν τις αποφάσεις τους. Τα ευρήματα παρουσιάζονται οργανωμένα σε ενότητες με βάση τη γεωγραφική κινητικότητα των Ελλήνων διδακτόρων εντός και εκτός Ελλάδας.
Το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, μέρος του οποίου είναι και οι διδάκτορες, αποτελεί σημαντικό παράγοντα σε πολιτικές έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας, ενώ συνδέεται άμεσα με δείκτες οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, αναπτύσσεται μεγάλο ενδιαφέρον για το ζήτημα, το οποίο εκφράζεται με επιστημονικά άρθρα και βιβλία καθώς και έναν διευρυμένο διάλογο που επηρεάζει δημόσιες πολιτικές και πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μερικά από τα ενδιαφέροντα ευρήματα
Οι Έλληνες διδάκτορες κατέχουν κατά κανόνα περισσότερους από έναν τίτλους σπουδών, εμφανίζουν πολύ υψηλό ποσοστό απασχόλησης (97,5%), κυρίως στον δημόσιο τομέα (66%), ενώ σε σημαντικό ποσοστό (31,3%) διαθέτουν εργασιακή εμπειρία στο εξωτερικό. Το 14,8% των διδακτόρων εξακολουθούν να εργάζονται στο εξωτερικό, διατηρώντας ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα, ενώ το 46,3% εξ αυτών σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
Οι προϋποθέσεις και οι λόγοι επιστροφής στην Ελλάδα συναρτώνται κυρίως με τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Το 69,7% δήλωσαν ότι θα επέστρεφαν εάν έβρισκαν «εργασία ανάλογη με τα προσόντα [τους] στην Ελλάδα», το 43% θα επέστρεφαν για «οικογενειακούς λόγους» και το 35,6% εάν «ένας από τους δύο συντρόφους έβρισκε εργασία στην Ελλάδα που ήταν οικονομικά ικανοποιητική».
Στο ερώτημα για το τι μπορεί να κάνει το κράτος για να βοηθήσει την επιστροφή τους, το 60,7% δήλωσαν ότι ικανή συνθήκη είναι «να προκηρυχθούν νέες θέσεις εργασίας στα ΑΕΙ/ Ερευνητικά Κέντρα» και το 58,4% να βελτιωθούν οι γενικότερες συνθήκες στη χώρα (κοινωνικές υποδομές, βελτίωση της οικονομίας κλπ.). Σημαντικό τμήμα τους δήλωσαν ότι πρέπει να βελτιωθεί η διασύνδεση αυτών που εργάζονται στο εξωτερικό με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το 37,2% θεωρούν ότι πρέπει «να βελτιωθούν οι δυνατότητες διασύνδεσής τους με την ελληνική ερευνητική κοινότητα» και το 29,2% ότι χρειάζεται «διαφάνεια και αμεσότητα στην ενημέρωση για κίνητρα-υποτροφίες που προσφέρονται στην Ελλάδα». Μόνο το 9,2% δήλωσαν πως δεν ενδιαφέρονται καθόλου να επιστρέψουν.