Η δημιουργία της νέας Ανεξάρτητης Αρχής Επιθεώρηση Εργασίας, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας έχουν δημιουργήσει ένα ισχυρό πλέγμα προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων, με έμφαση στην καταπολέμηση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας.
Αυτό επεσήμανε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης μιλώντας την Τετάρτη σε ημερίδα που πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τη δημιουργία της Αρχής, κατά τη θητεία του στο υπουργείο Εργασίας.
Ο κ. Χατζηδάκης ευχαρίστησε τον διάδοχό του στο υπουργείο, Άδωνι Γεωργιάδη για το γεγονός ότι συνέχισε στον ίδιο μεταρρυθμιστικό δρόμο. «Παρά τις πρόσκαιρες αντιδράσεις, αυτό που μένει στο τέλος κάθε τετραετίας είναι το μεταρρυθμιστικό έργο», σημείωσε. «Από τις αρχές του 2021 είχαμε οραματιστεί μια ανεξάρτητη αρχή στα πρότυπα της ΑΑΔΕ. Γιατί είχαμε πολλά παράπονα από τους εργαζόμενους για τα θέματα της μαύρης και υποδηλωμένης εργασίας. Γι’ αυτό προχωρήσαμε με το νόμο 4808 στην Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας και στην ανεξαρτητοποίηση από το υπουργείο του παλιού ΣΕΠΕ».
Αναφερόμενος στην Ψηφιακή Κάρτα ο κ. Χατζηδάκης εξέφρασε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι επεκτείνεται σε περισσότερους κλάδους. «Υπάρχουν και εκείνοι που δυσαρεστούνται, όμως η Ψηφιακή Κάρτα αποτελεί απάντηση στην υποδηλωμένη εργασία και εργαλείο για την Επιθεώρηση Εργασίας προκειμένου να κάνει καλύτερα και με πιο αντικειμενικό τρόπο τη δουλειά της».
Σε σχέση με την Επιθεώρηση Εργασίας, επεσήμανε ότι δεν είχε ποτέ πρόβλημα με το παλιό ΣΕΠΕ και τους εργαζόμενους σε αυτό. «Εκείνο που ήθελα ήταν να σταματήσουν οι ψίθυροι που υπήρχαν με όλους τους υπουργούς και τις κυβερνήσεις, ότι επειδή το ΣΕΠΕ ήταν ενταγμένο στο υπουργείο Εργασίας θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει κάποιος ως το μακρύ χέρι της κυβέρνησης για να κάνει παρεμβάσεις. Ήθελα να υπάρχουν περισσότερα εχέγγυα αμεροληψίας και αντικειμενικότητας», ανέφερε. «Επέλεξα τον κ. Γιώργο Τζιλιβάκη, τον οποίο δεν γνώριζα, για τη θέση του διοικητή ύστερα και από τις προτάσεις της αρμόδιας Επιτροπής. Η επιλογή δικαιώθηκε. Πάντα προσπαθεί να ισορροπεί μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων με γνώμονα το δίκαιο. Γιατί η υπερβολή προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση βλάπτει την κοινή προσπάθεια να υπάρχουν σύγχρονοι και σοβαροί κανόνες στην αγορά εργασίας».
«Είμαστε, κατέληξε απευθυνόμενος στη διοίκηση και τους εργαζόμενους στην Επιθεώρηση Εργασίας, υπέρ της επιχειρηματικότητας γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη και χωρίς επιχειρήσεις δεν μπορεί να υπάρξουν εργαζόμενοι. Πιστεύουμε ταυτόχρονα στην υγιή επιχειρηματικότητα γιατί δεν μπορεί να υπάρξουν επιχειρήσεις με τους εργαζόμενους στα «κεραμίδια». Αν υπάρχει ένα αίσθημα κοινωνικής αδικίας από τους εργαζόμενους, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε θετικό δρόμο την κοινωνία και τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Σας ενθαρρύνω να συνεχίσετε χωρίς ακρότητες και υπερβολές, με αμεροληψία αλλά και με έγνοια για την προστασία των εργαζομένων τη δουλειά σας. Αυτό που κάνετε είναι μέρος μια συνολικής εθνικής προσπάθειας να ανέβει πιο ψηλά η αγορά εργασίας, η οικονομία, η πατρίδα μας».