Ελάχιστοι συμμετέχοντες σε διαγωνισμούς, με 4 στις 10 να έχουν μόλις μια προσφορά, ελάχιστες απευθείας αναθέσεις σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο και μεγάλες καθυστερήσεις στην ανάθεση και υλοποίηση καταγράφει η πρόσφατη ετήσια Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου για το πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων στη χώρα.
Μάλιστα, αν και σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα παρουσιάζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση απευθείας αναθέσεων, εμφανίζει την ίδια ώρα μεγάλο ποσοστό συμβάσεων στις οποίες έχει γίνει κατάτμηση –κάτι που συχνά υποκρύπτει μοίρασμα της αγοράς και απευθείας αναθέσεις– και πολύ χαμηλό ποσοστό δημοσίευσης συμβάσεων στην ευρωπαϊκή ηλεκτρονική πλατφόρμα για τις δημόσιες συμβάσεις, γνωστή ως TED (Tenders Electronic Daily). Την ίδια ώρα, η Ελλάδα αναδεικνύεται πρωταθλήτρια στην καθυστέρηση από τη λήψη της απόφασης για μια σύμβαση μέχρι την ανάθεσή της.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου το 42,8% των δημοσίων συμβάσεων (σ.σ. το ποσοστό είναι επί των διαδικασιών και όχι επί της αξίας των συμβάσεων) στην Ελλάδα ανατέθηκε έπειτα από διαδικασίες όπου υπήρχε μόνο μια προσφορά.
Πρόκειται για το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε., ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το 2011 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν πολύ χαμηλότερο, 14,9%. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι ανοιχτοί ή κλειστοί διαγωνισμοί αφορούν στην πραγματικότητα απευθείας αναθέσεις, καθώς οι όροι της προκήρυξης είναι φωτογραφικοί έτσι ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις συγκεκριμένη επιχείρηση και έτσι μόνο αυτή να καταθέτει προσφορά.
Λίγες προσφορές
Ακόμη δε και στις περιπτώσεις των συμβάσεων που ανατέθηκαν ύστερα από διαδικασίες κατά τις οποίες υπήρχαν περισσότερες της μιας προσφορές, ο αριθμός των προσφορών είναι πολύ χαμηλός.
Σε πολλές περιπτώσεις οι ανοιχτοί ή κλειστοί διαγωνισμοί είναι στην πραγματικότητα απευθείας αναθέσεις, καθώς οι όροι είναι φωτογραφικοί.
Σύμφωνα με την Καθημερινή με την έκθεση το 2021 στην Ελλάδα ήταν 2,6 προσφορές ανά διαγωνισμό, έναντι 14,1 το 2011. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις είναι συχνή η εμφάνιση μονίμως των ίδιων συμμετεχόντων σε διαφορετικούς διαγωνισμούς.
Αν και εκ πρώτης όψεως μοιάζει παρήγορο, στην πραγματικότητα δεν είναι. Ο λόγος για τα στοιχεία που σχετίζονται με τις απευθείας αναθέσεις. Η Ελλάδα εμφανίζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμβάσεων που ανατέθηκαν σε εταιρείες κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση, χωρίς να έχει προηγηθεί πρόσκληση υποβολής προσφορών, αυτό που κοινώς λέμε απευθείας αναθέσεις και δη 3,1%.
Η χώρα στην οποία καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό απευθείας αναθέσεων το 2021 ήταν η Κύπρος (42%). Ακόμη και αν το ποσοστό τους είναι πράγματι μικρό –αν και όπως προαναφέρθηκε γίνονται συχνά διαγωνιστικές διαδικασίες που μοιάζουν στην πραγματικότητα με απευθείας αναθέσεις– πολλές φορές δεν υπάρχει λόγος για να γίνουν.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ελληνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου τη διετία 2021-2022 καταχωρίσθηκαν στο Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων (ΚΗΜΔΗΣ) 314.006 συμβάσεις με απευθείας ανάθεση συνολικής αξίας 4,45 δισ. ευρώ.
Το ποσοστό της αξίας των συμβάσεων που έγιναν με απευθείας ανάθεση στο σύνολο των συμβάσεων που συνήψαν οι αναθέτουσες αρχές κυμαίνεται από 6,26% (ΑΕΙ) και φτάνει το 87,71% (νοσοκομεία). Και μπορεί το υψηλό ποσοστό στα νοσοκομεία να ήταν λόγω της πανδημίας, όμως το φαινόμενο υψηλών ποσοστών απευθείας αναθέσεων σε νοσοκομεία και οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης είναι διαχρονικό. Αλλωστε, όπως σημειώνει το ελληνικό Ελεγκτικό Συνέδριο στην έκθεσή του, οι δαπάνες (των αναθετουσών αρχών) προϋπολογίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να προσαρμόζονται στο επιτρεπόμενο από τον νόμο όριο της απευθείας ανάθεσης, δηλαδή εγγράφονται πιστώσεις στο όριο των απευθείας αναθέσεων. Προσθέτει δε ότι μετά την αύξηση του ποσοτικού ορίου των απευθείας αναθέσεων που επήλθε από 1.6.2021 με τον ν. 4782/2021, ελεγχόμενοι φορείς συνήψαν για την κάλυψη των ίδιων αναγκών νέες συμβάσεις μέχρι του ποσού του νέου ορίου.
Στην ίδια έκθεση τονίζεται, άλλωστε, ότι βασική πρακτική που ακολουθούν οι φορείς για να κάνουν απευθείας αναθέσεις είναι η κατάτμηση των δημοσίων συμβάσεων σε περισσότερες μικρότερης αξίας. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι η Ελλάδα εμφανίζει υψηλό ποσοστό συμβάσεων που έχουν κατατμηθεί, 39,20% επί του συνόλου των διαδικασιών, ενώ το 2011 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 18,15%.
Από την άλλη, η χώρα παρουσιάζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά δημοσίευσης στην ευρωπαϊκή ηλεκτρονική πλατφόρμα για τις δημόσιες συμβάσεις, την TED. Το ποσοστό δημοσίευσης, το οποίο αντιστοιχεί στην αξία των δημοσίων συμβάσεων που δημοσιεύονται στην TED ως ποσοστό του εθνικού ΑΕΠ, ήταν το 2021 μόλις 1,6%. Σημειώνεται πάντως ότι πάνω από τα μισά κράτη-μέλη της Ε.Ε. παρουσιάζουν συστηματικά μη ικανοποιητικό ποσοστό δημοσίευσης κάτω του 5%.
Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, στην Ελλάδα καταγράφεται ο μεγαλύτερος χρόνος από τη στιγμή που λαμβάνεται μια απόφαση μέχρι και την ανάθεση της σύμβασης. Ο μέσος χρόνος στην Ελλάδα, μη συμπεριλαμβανομένων των προσφυγών κατά των αποφάσεων ανάθεσης, είναι 232,6 ημέρες, ενώ στην Ε.Ε. είναι κατά μέσον όρο 96,4 ημέρες.