Πριν μερικές ημέρες ο Σταύρος Ασθενίδης προανήγγειλε σε ημερίδα για την Ψηφιακή Δικαιοσύνη την προκήρυξη σειράς έργων που θα υποστηρίξουν το ψηφιακό περιβάλλον της Δικαιοσύνης.
Τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπος (και μάλιστα αποδοτικά και πολύ καλά), καθώς κρίνεται από το ποσό λίγοι πόροι θα μείνουν αδιάθετοι (όχι φυσικά με την έννοια της αδιαθεσίας) στο Ταμείο Ανασυγκρότησης.
Οι διαγωνισμοί θα προκηρυχθούν. Θα κατακυρωθούν, συνήθως σε έναν υποψήφιο ανάδοχο, μην έχουμε τίποτα προσφυγές και διαγωνισμούς, και όλα καλά.
Οι ανάδοχοι και οι υπεργολάβοι να αναλάβουν καθήκοντα και υπηρεσία και μετά τρία χρόνια (στο περίπου) και λίγο πριν τις επόμενες εκλογές, θα κόβονται ψηφιακές κορδέλες, εν όψει εκλογών.
Όμως . . .
Όμως το θέμα μας ως πολίτες δεν είναι εκεί.
Είναι σε μία άλλη είδηση που είδε το φως της δημοσιότητας λίγες ημέρες μετά τις αναγγελίες για ψηφιακά έργα στη Δικαιοσύνη. Αφορούσε καθυστέρηση 20 ετών (!) σε έκδοση απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας για φορολογική παράβαση εταιρείας. Μάλιστα την ημέρα καταλογισμού της φορολογικής παράβασης είχαν περάσει 30 ολόκληρα χρόνια από την έναρξη της υπόθεσης.
Τι κι αν την ίδια στιγμή ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης προσπαθεί με νομοθετικά μέτρα να αλλάξει την αρνητική εικόνα της Δικαιοσύνης, όπου οι καθυστερήσεις έχουν φτάσει στο επίπεδο της αρνησιδικίας και τη χώρα στις κατώτατες θέσεις των ευρωπαϊκών κατατάξεων.
Όπως συμπεραίνετε εύκολα ναι μεν είναι απαραίτητες οι ψηφιακές πλατφόρμες, εφαρμογές, υποδομές και δεν ξέρω τι άλλο, όμως δεν αρκούν τα εκατομμύρια του RRF για να αποκτήσουμε «Ψηφιακή Δικαιοσύνη».
Χρειαζόμαστε σοβαρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, πολύ περισσότερους λειτουργούς της Δικαιοσύνης, στελεχιακό δυναμικό στα Δικαστήρια όλης της χώρας, ώστε η ελληνική Δικαιοσύνη να πάψει να είναι από τις πλέον αργές της Ευρώπης, όσον αφορά στις τελεσίδικες αποφάσεις.