Παρά τη ψηφιοποίηση της οικονομίας και την άνοδο των ηλεκτρονικών συναλλαγών, οι Έλληνες συγκριτικά με άλλες χώρες της Ε.Ε. φαίνεται ότι ακόμα προτιμούν τα μετρητά. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η χώρα μας καταγράφει θεαματικούς ρυθμούς αύξησης των συναλλαγών με κάρτες και συνολικά των ηλεκτρονικών πληρωμών και μάλιστα από τους υψηλότερους στην Ε.Ε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, οι πληρωμές με κάρτα διαμορφώνονται στο 33% με βάση τον αριθμό των συναλλαγών και στο 43% όσον αφορά την αξία τους. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο το οποίο προκύπτει από την πρόσφατη έκθεση της ΤτΕ είναι ότι έχει μειωθεί η μέση αξίας ανά συναλλαγή κυρίως στις συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες, σε 49 ευρώ, από 50 ευρώ το 2021.
Με βάση τα στοιχεία ο συνολικός αριθμός συναλλαγών με κάρτες πληρωμών το 2022 ανήλθε σε 1,930 δισ., από 1.658 δισ. το 2021, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 16% σε σχέση με το 2021.
Οι χρεωστικές κάρτες αποτελούν το κύριο υποκατάστατο της χρήσης μετρητών, με ποσοστιαία συμμετοχή 92% στο συνολικό αριθμό συναλλαγών με όλα τα είδη καρτών πληρωμών. Ο αριθμός των συναλλαγών με πιστωτικές κάρτες ανήλθε σε 154 εκατ., από 135 εκατ. το 2021, αυξημένος κατά 14%. Οι πιστωτικές κάρτες συμμετείχαν κατά 8% στο συνολικό αριθμό συναλλαγών.
Πάντως ακόμα και σήμερα σε αρκετές χώρες η πλειοψηφία των πληρωμών στα σημεία αγοράς προϊόντων (καταστήματα κ.λπ) το 2022 εξακολούθησε να γίνεται σε μετρητά. Τα υψηλότερα μερίδια ως προς τον αριθμό των πληρωμών αυτών παρατηρήθηκαν στη Μάλτα (77%), τη Σλοβενία (73%), την Αυστρία (70%) και την Ιταλία (69%) και ως προς την αξία των πληρωμών στη Μάλτα (65%), Λιθουανία (61%) και Σλοβενία (59%). Οι πληρωμές με κάρτα ήταν η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη μέθοδος για αγορές σε καταστήματα και υπηρεσίες το 2022 σε τέσσερις χώρες της ζώνης του ευρώ: Τη Φινλανδία (70%), την Ολλανδία (67%), το Λουξεμβούργο (52%) και το Βέλγιο (48%). Στην Εσθονία, το μερίδιο των πληρωμών με κάρτα ήταν σχεδόν το ίδιο με το μερίδιο των πληρωμών με μετρητά (και οι δύο 46%).
Βέβαια, η χρήση μετρητών περιορίζεται χρόνο με το χρόνο και ήδη οι τελωνειακές αρχές έχουν θέσει περιορισμούς ως προς τα χρήματα που μπορεί να έχει κάποιος μαζί του ταξιδεύοντας. Σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε φυσικό πρόσωπο, που εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μεταφέρει μετρητά ίσης ή μεγαλύτερης των 10.000 ευρώ, δηλώνει το ποσό αυτό στις αρμόδιες αρχές των Κρατών- Μελών. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να κουβαλάει ποσά που δεν ξεπερνούν τις 10.000 ευρώ. Στην Ελλάδα, ο έλεγχος διακίνησης ρευστών διαθεσίμων έχει εκχωρηθεί στις τελωνειακές αρχές.
Ως ρευστά διαθέσιμα νοούνται:
διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή, συμπεριλαμβανομένων νομισματικών μέσων εκδιδομένων στον κομιστή, όπως ταξιδιωτικών επιταγών,
διαπραγματεύσιμοι τίτλοι (συμπεριλαμβανομένων επιταγών, γραμματίων και εντολών πληρωμής), είτε εκδιδόμενοι στον κομιστή, είτε οπισθογραφημένοι χωρίς περιορισμό, είτε εκδιδόμενοι σε διαταγή εικονικού δικαιούχου, είτε διαμορφωμένοι κατά τρόπον ώστε η κατοχή να συνεπάγεται κυριότητα,
μη πλήρεις τίτλοι (συμπεριλαμβανομένων επιταγών, γραμματίων και εντολών πληρωμής) υπογεγραμμένοι, αλλά με παράλειψη του ονόματος του δικαιούχου,
τα μετρητά, ήτοι χαρτονομίσματα και κέρματα που είναι σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο, άμεσα καταβλητέο, ίσο με το 25% του ποσού των μη δηλωθέντων συνοδευόμενων ή ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων.