Μεταξύ των αλλαγών που σημειώθηκαν σε κλαδικό επίπεδο στην ελληνική οικονομία, στη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας, ιδιαίτερης σημασίας είναι η διχοτόμηση που επήλθε μεταξύ εκείνων των επιχειρήσεων που έκλεισαν με κρατική εντολή, αρχής γενομένης τον Μάρτιο του 2020, και όσων δεν έκλεισαν καθόλου, επειδή οι συναλλαγές τους δεν προϋπέθεταν κοινωνική επαφή ή έστω εγγύτητα, π.χ. γεωργία, μεταποίηση, κατασκευές, κ.ά.
Αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ με θέμα ” Ο αντίκτυπος της πανδημίας στις επιχειρήσεις” που πραγματοποιήθηκε εφέτος για τρίτη χρονιά και παρουσιάστηκε σε υβριδική μορφή στο αμφιθέατρο της Συνομοσπονδίας.
Όπως σημειώνεται, το κλείσιμο επιχειρήσεων με κρατική εντολή για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2020 και για δεύτερη φορά τον Νοέμβριο του 2020, σε πανελλαδική κλίμακα, δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο δυϊσμό στην ελληνική οικονομία. Μέχρι το 2019 υπήρχε η γνωστή σχέση αντιπαλότητας και συνεργασίας μεταξύ μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων, μεταξύ εξαγωγικών ή καινοτομικών και μη, μεταξύ επιχειρήσεων του πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα, μεταξύ αυτών που απασχολούν προσωπικό κι όσων δεν απασχολούν, κ.ο.κ. Από τον Μάρτιο του 2020 προστέθηκε μία ακόμη διάσταση, που διαίρεσε τις ελληνικές επιχειρήσεις: η κοινωνική επαφή. Κλάδοι που στηρίζονται στην προσωπική επαφή για την ολοκλήρωση της ανταλλαγής τέθηκαν σε αναστολή λειτουργίας σε μια αναγκαία κατά τ’ άλλα προσπάθεια ανακοπής της μετάδοσης του κορoνοϊού.
Με βάση επίσημα στοιχεία, σε ένα σύνολο 1.419.855 επιχειρήσεων (ή πιο κοντά στην πραγματικότητα, 870.494 επιχειρήσεων, όσες είναι δηλαδή οι επιχειρήσεις, αν εξαιρέσουμε εκείνες του πρωτογενούς τομέα), 210.217 επιχειρήσεις ή 14,8% του συνόλου τέθηκαν σε αναστολή λειτουργίας τον Μάρτιο του 2020. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους τέθηκαν σε αναστολή λειτουργίας 188.985 επιχειρήσεις ή 13,3% του συνόλου (ΕΛΣΤΑΤ, 2021α). Αλλά ακόμη και μεταξύ των τομέων και των επιχειρήσεων που επιβλήθηκε αναγκαστικό κλείσιμο, τα βάρη δεν κατανεμήθηκαν ομοιόμορφα. Σε 188.985 επιχειρήσεις που έκλεισαν τον Νοέμβριο του 2020, ο τομέας με την υψηλότερη συμμετοχή αποδείχθηκε το χονδρικό και λιανικό εμπόριο.
Εξετάζοντας τη δημογραφία των επιχειρήσεων, οι εγγραφές νέων επιχειρήσεων (ενάρξεις λειτουργίας) για το σύνολο της οικονομίας το 2ο τρίμηνο του 2021 ανήλθαν σε 26.370, παρουσιάζοντας αύξηση 71% σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2020.
Όσον αφορά στην απασχόληση, φαίνεται ότι τα σχετικά μέτρα στήριξης εκπλήρωσαν το σκοπό τους, δηλαδή τη συγκράτησή της, αλλά η κινητικότητα και η ευελιξία που χαρακτηρίζουν τα τελευταία χρόνια την αγορά εργασίας επανέρχονται στα προ πανδημίας επίπεδα, καθώς η οικονομία επιστρέφει σε πιο ομαλές συνθήκες λειτουργίας.
Ωστόσο, η πανδημική κρίση φαίνεται πως προκάλεσε μια δομική αλλαγή στην αγορά εργασίας με την καθιέρωση της τηλεργασίας σε ένα σημαντικό ποσοστό μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Όσον αφορά στις αντιλήψεις σε σχέση με την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού, φαίνεται να επικρατεί μία αισιοδοξία σε 7 στους 10 ερωτώμενους, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι, η πανδημική κρίση δεν φαίνεται να επιτάχυνε τον ψηφιακό μετασχηματισμό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων καθώς διαπιστώνεται μια έντονη ψηφιακή υστέρηση για τις μισές σχεδόν μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν έχουν ενσωματώσει στη δραστηριότητά τους καμία μορφή ψηφιακών συστημάτων.
Σχετικά με τα χρηματοοικονομικά στοιχεία, η πανδημική κρίση βρήκε ένα σημαντικό μέρος των ΜμΕ ήδη υπερχρεωμένο. Τα μέτρα που ελήφθησαν συνέβαλαν στη συγκράτηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στα προ πανδημίας επίπεδα. Ωστόσο, φαίνεται ότι από τα μέτρα δεν ωφελήθηκαν οι υπερχρεωμένες ΜμΕ, ενώ παρατηρήθηκε και μια αύξηση του αριθμού αυτών.
Συνεπώς, οι οφειλές των ΜμΕ παραμένουν ένα σημαντικό πρόβλημα για τη βιωσιμότητά τους, καθώς οι προσπάθειες διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους που είχαν υλοποιηθεί πριν την εκδήλωση της πανδημικής κρίσης δεν είχαν οδηγήσει σε ικανοποιητικά αποτελέσματα.
«Όσο το πρόβλημα αυτό παραμένει, χωρίς να λαμβάνονται μέτρα και πολιτικές που να οδηγούν σε μόνιμη και δίκαιη επίλυση της υπερχρέωσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, θα αποτελεί ένα διαρκές εμπόδιο για την ανάκαμψη των ΜμΕ και της ελληνικής οικονομίας συνολικά» όπως υπογραμμίζεται.
Γενικότερα, όπως αναφέρεται, δεν φαίνεται να έχει συντελεστεί κάποιου είδους μεταβολή που να υποδηλώνει σημαντική κλαδική αναδιάρθρωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Τόσο οι μεταβολές που παρατηρούνται στη νομική μορφή των νέων επιχειρήσεων, όσο και στους κλάδους δραστηριοποίησης οδηγούν στην εκτίμηση ότι οι επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας είχαν στην πλειονότητά τους δρομολογηθεί πριν από την εκδήλωση της πανδημικής κρίσης. Είναι μάλιστα πιθανότερο η εκδήλωση της πανδημίας να καθυστέρησε τον αρχικό σχεδιασμό ως προς το χρόνο σύστασής τους.
Ένα στοιχείο προς αξιοποίηση είναι πως για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων ο κύκλος εργασιών του 1ου εξαμήνου του 2021 ξεπέρασε εκείνον του 2020, αλλά υπολειπόταν του κύκλου εργασιών του 2019. Όχι όμως για όλες τις επιχειρήσεις.
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς «οι τελευταίοι 20 μήνες αποτέλεσαν μια περίοδο πρωτοφανών δυσχερειών για την παγκόσμια οικονομία και τη διεθνή κοινότητα. Είναι πλέον ευκρινές ότι η πανδημία είχε δραματικές επιπτώσεις σε υγειονομικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, επηρεάζοντας αρνητικά την κοινωνικο-οικονομική δραστηριότητα διεθνώς, σε όρους δημόσιας υγείας, διαθέσιμου εισοδήματος, θέσεων εργασίας, επενδυτικής δραστηριότητας, επιχειρηματικής λειτουργίας και βιωσιμότητας. Στο πλαίσιο αυτό, οι μικρές επιχειρήσεις κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις και αιφνίδιους περιορισμούς, λειτουργώντας σε ένα ιδιότυπο «καθεστώς απαγόρευσης λειτουργίας» (lockdown) καθώς και σε ένα περιβάλλον ραγδαίου περιορισμού της ζήτησης, σε συνδυασμό με μια συνθήκη διαταραχής των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων. Παράλληλα, η πανδημία έχει επιφέρει, καθ’ όλη τη διάρκειά της, ισχυρό πλήγμα σε μια σειρά από κλάδους και τομείς από την εστίαση και τον τουρισμό έως το εμπόριο, τις υπηρεσίες και τη μεταποίηση. Ιδιαίτερα οι μικρές επιχειρήσεις καλούνται εν μέσω της πανδημίας να αντιμετωπίσουν ένα πολυεπίπεδο σύνολο εμποδίων εντός ενός παρατεταμένου υγειονομικού προβλήματος και μιας οικονομικής διαταραχής με βαθύ και επεκτεινόμενο χρονικό ορίζοντα. Υπό το πρίσμα αυτό, η Έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το 2021 επιχειρεί να αναδείξει τις σημαντικότερες τάσεις σε επίπεδο οικονομικού περιβάλλοντος, τις επιπτώσεις της πανδημίας σε όρους οικονομίας και μικρών επιχειρήσεων καθώς και τις δομικές αλλαγές που προκάλεσε η υγειονομικο-οικονομική κρίση στην ελληνική οικονομία».
Βασικά σημεία της ‘Έκθεσης ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2021: ” Ο αντίκτυπος της πανδημίας στις επιχειρήσεις”
Η ελληνική οικονομία μετά από μία σύντομη πορεία ισχνής ανάκαμψης ξαναμπήκε σε έντονη ύφεση το 2020 η οποία ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη στην ΕΕ μετά της Ισπανίας.
Η ύφεση κορυφώθηκε στο 2 ο τρίμηνο του 2020 μετά το κλείσιμο της εστίασης και του λιανεμπορίου και συνεχίστηκε σε υψηλά επίπεδα λόγω της απώλειας εθνικού εισοδήματος από τον τουρισμό.
Οι καταναλωτικές δαπάνες ήταν η συνιστώσα του ΑΕΠ που επλήγη περισσότερο σημειώνοντας μείωση κατά 6,37%
Οι καθαρές επενδύσεις που αναδείχθηκαν ως ο μεγάλος ασθενής κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης συνέχισαν για δέκατο συνεχόμενο χρόνο να κυμαίνονται σε αρνητικό πρόσημο. Η επανέναρξη της κατασκευαστικής δραστηριότητας την τελευταία τριετία συγκρατεί την οικονομία από ακόμα μεγαλύτερη αποεπένδυση.
Η ανεργία το 2020 στην Ελλάδα ανήλθε στο 16,3% συνεχίζοντας την πορεία αποκλιμάκωσης της, εν τούτοις, η Ελλάδα σήμερα είναι η χώρα με την υψηλότερη ανεργία στην ΕΕ. Καταλυτικό ρόλο για τη συγκράτηση της ανεργίας φαίνεται έπαιξε η σύνδεση των μέτρων στήριξης με τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, μετά από μία σύντομη πορεία ισοσκελισμού σημείωσε σημαντική επιδείνωση λόγω της απώλειας εθνικού εισοδήματος από τον τουρισμό.
Η αύξηση των ρευστών καταθέσεων συνεχίστηκε εντονότερα μέσα στο 2020. Εντούτοις παρατηρείται μία συστηματική μείωση των μακροπρόθεσμων καταθέσεων, κυρίως ως αποτέλεσμα των μηδενικών επιτοκίων που προωθεί η ΕΚΤ τα τελευταία χρόνια.
Η αύξηση της χρηματοδότησης το 2020 οφείλεται καθαρά στο γεγονός ότι τα μέτρα στήριξης πέρασαν μέσα από το τραπεζικό σύστημα. Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων εξακολουθεί να είναι κορυφαίο πρόβλημα ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις καθώς η πιστωτική επέκταση των τελευταίων ετών παραμένει αρνητική
Τον αποπληθωρισμό της τάξης του -1,2% που σημειώθηκε το 2020 διαδέχθηκε έντονος πληθωρισμός από το 2 ο τρίμηνο του 2021. Ο πληθωρισμός αυτός δημιουργείται τόσο από τη διακοπή των εφοδιαστικών αλυσίδων κατά τη διάρκεια της πανδημίας όσο και από την αύξηση των διεθνών τιμών ενέργειας.
Το 2020 υπήρξε δημοσιονομικός εκτροχιασμός με το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης να φτάνει στο 9,73%. Η αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η μείωση του ΑΕΠ οδήγησε στην εκτόξευση του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης στο 205,6% το 2020.
Τα μέτρα αναγκαστικού κλεισίματος επιχειρήσεων δημιούργησαν ένα νέο διαχωρισμό στις ελληνικές επιχειρήσεις μεταξύ όσων προϋποθέτουν ανθρώπινη επαφή κι όσων δεν προϋποθέτουν.
Συγκρίνοντας το 2019 με το 2021, στη βάση όσων στοιχείων υπάρχουν διαθέσιμα μέχρι τώρα για το 2021, ο κανόνας θέλει το 2021 να είναι καλύτερο από το 2020 αλλά χειρότερο από το 2019.
Υπάρχουν ωστόσο δύο εξαιρέσεις. Πρώτον, κλάδοι που τα πήγαν καλύτερα και από το 2019 και από το 2020, όπως το εμπόριο και δεύτερο, κλάδοι που τα πήγαν χειρότερα και από το 2019 και από το 2020, όπως η ακίνητη περιουσία και η διασκέδαση.
Η εικόνα των ΜμΕ
Στους μεγάλους χαμένους του 1ου κύματος αναγκαστικού κλεισίματος ο κλάδος καυσίμων και λιπαντικών αυτοκινήτων, τα καταλύματα και η εστίαση. Στους κερδισμένους: καταστήματα ειδών διατροφής, κατασκευές και βιομηχανία.
Σχετικά με την έναρξη δραστηριοτήτων νέων επιχειρήσεων, οι 3 στις 4 είναι ατομικές επιχειρήσεις, που σημαίνει μικροί τζίροι ή οιονεί μισθωτή εργασία.
Η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων κατέγραψε σοβαρή μείωση του κύκλου εργασιών κατά τη διάρκεια της πανδημίας
Συγκεκριμένα:
α’ εξάμηνο 2020: 8 στις 10 επιχειρήσεις (80,6%) , με μεσοσταθμική μείωση του κύκλου εργασιών να διαμορφώνεται στο 46,4%
β΄εξάμηνο2020: 7 στις 10 επιχειρήσεις (70,7%), με μεσοσταθμική μείωση του κύκλου εργασιών 47,8%
α΄εξάμηνο 2021: πάνω από 1 στις 2 επιχειρήσεις (55%), με μεσοσταθμική μείωση κύκλου εργασιών 41,4%
Το 2020 σε σύγκριση με το 2019 συντελέστηκε πλήρης ανατροπή στη κερδοφορία των επιχειρήσεων. Σχεδόν διπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν ζημιές (47,8% το 2020 έναντι 27,6% το 2019).
Υποδιπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη (27,3% το 2020 από 55,2% το 2019).
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας αυξήθηκαν σημαντικά οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με σοβαρά προβλήματα ρευστότητας. Τα ποσοστά των επιχειρήσεων με μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα ήταν: 14,8% τον Ιούνιο του 2020, 24,7% τον Φεβρουάριο του 2021 και 21,4% τον Ιούλιο του 2021
Τα μέτρα που ελήφθησαν για τη στήριξη των επιχειρήσεων μετρίασαν τον αρνητικό αντίκτυπο της πανδημίας, ωστόσο δεν ήταν αρκετά για να αποκαταστήσουν τη ρευστότητα του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας αυξήθηκαν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Όπου εφαρμόστηκαν στοχευμένα μέτρα στήριξης οι οφειλές συγκρατήθηκαν.
Παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων.
Τα μέτρα στήριξης απέτρεψαν τα μαζικά λουκέτα κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Όμως, καθώς η οικονομία επιστρέφει σε σχετικά ομαλές συνθήκες και τα μέτρα προστασίας αποσύρονται ο κίνδυνος εκδήλωσης εκτεταμένων λουκέτων παραμένει, ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις που η κατάσταση τους επιδεινώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας.