Οι Έλληνες πολίτες βλέπουμε, μάλλον για πρώτη φορά στην Ιστορία του τόπου, νομοσχέδιο που έχει εκπονηθεί από δυο Υπουργεία των οποίων οι αρμοδιότητες είναι, ή τουλάχιστον θεωρούσαμε έως σήμερα πως είναι, εντελώς διαφορετικές. Πρόκειται για το νομοσχέδιο υπό τον τίτλο “Προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος” 1,2,3, το οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ προβλέπει την ίδρυση νέου αστυνομικού Σώματος που θα χαρακτηρίζεται ως “Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακού Ιδρύματος” (ΟΠΠΙ).
Με αυτή την εισαγωγή “υποδέχεται” η Ένωση Πληροφορικών Ελλάδας (ΕΠΕ) τις προτάσεις της Κυβέρνησης για την Παιδεία και τα ΑΕΙ και ειδικά την τήρηση της νομιμότητας στο εσωτερικό των Σχολών. Και συνεχίζει . . .
Μια πρώτη απορία στο παραπάνω αφορά στο εξής: Από πότε η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση έχει περάσει στις συναρμοδιότητες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη; Μήπως αντίστοιχα να αναθέσουμε την εκπαίδευση των Αστυφυλάκων στο Υπουργείο Παιδείας;
Μία δεύτερη απορία είναι ποιος τελικά προτείνει τις συγκεκριμένες αλλαγές; Και ποιοι συναρμόδιοι φορείς, από τα ίδια τα ΑΕΙ και την ακαδημαϊκή και εκπαιδευτική κοινότητα, συμφωνούν με τις προτεινόμενες αλλαγές;
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα και τις ανακοινώσεις των τελευταίων ημερών, είναι εύκολο να επιβεβαιώσει κανείς ότι πρακτικά όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς έχουν τοποθετηθεί με σαφήνεια απέναντι από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Ενδεικτικά:
- Η Σύνοδος Πρυτάνεων των ΑΕΙ4 που ήδη από τις αρχές Νοεμβρίου 2020 έχει εκφράσει την αντίθεσή της5, αναφέροντας ότι η οριζόντια θέσπιση ελάχιστης βάσης εισαγωγής θα οδηγήσει σε “σημαντική μείωση του συνολικού αριθμού των μαθητών/τριών που εισάγονται στα ΑΕΙ”, ότι “ζητήματα πειθαρχικού κανονιστικού πλαισίου αφορούν το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων”, και ζητώντας παράλληλα “να αποσυνδεθεί η χρηματοδότηση των περιφερειακών πανεπιστημίων από το ζήτημα του αριθμού εισακτέων”.
- Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ)6, αναφέροντας ενδεικτικά (Πα.Δ.Α.)7 “την πλήρη αντίθεσή του στη ψήφισή του, σε όλες τις ενότητες του”, το οποίο το θεωρεί “αντιεκπαιδευτικό” και το καταγγέλλει ως “απαράδεκτο και παντελώς ασύμβατο με τις πραγματικές ανάγκες των ελληνικών δημόσιων Ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.”
- Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων (ΠΟΑΣΥ)8,9, αναφέροντας χαρακτηριστικά για το νέο αυτό Σώμα αστυνόμευσης των ΑΕΙ ότι “δεν πρέπει να σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τα ισχύοντα για τη λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας, πολύ περισσότερο δε, η νέα αυτή Υπηρεσία, δεν πρέπει να υπάγεται σε αυτήν ούτε να στελεχώνεται από αστυνομικούς.” Επιπλέον, αναφέρεται ότι “Πρέπει εξ ολοκλήρου να χρηματοδοτείται, να καθοδηγείται και να ελέγχεται από τους πανεπιστημιακούς φορείς και τις πρυτανικές αρχές, οι οποίες πρέπει να έχουν την ευθύνη για τη δράση της, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα από το «αυτοδιοίκητο» – ειδικό καθεστώς λειτουργίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στη χώρα μας. Τα δε στελέχη της, δεν πρέπει να οπλοφορούν ούτε με τη δράση τους να δημιουργούν ψευδεπίγραφη εικόνα αστυνομικής λειτουργίας και σύγχυση στον πολίτη όσον αφορά στις κύριες αρμοδιότητες και στην αποστολή αφενός της Ελληνικής Αστυνομίας και αφετέρου των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων.”
- Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητικών συλλόγων της χώρας, των επιστημονικών φορέων, καθώς και μεμονωμένων ακαδημαϊκών.
Ειδικότερα στο ζήτημα της αστυνόμευσης, η Ένωσή μας, ως Σωματείο του οποίου τα μέλη είναι απόφοιτοι ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με αρκετά μέλη μας να εργάζονται ή να διδάσκουν στα Πανεπιστήμια της χώρας, θεωρούμε ότι η εν λόγω ρύθμιση είναι κατάφωρα προβληματική καθώς:
α) Παραβιάζει το Άρθρο 15.6 του Συντάγματος περί Αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων και άρα είναι αντισυνταγματική, όπως έχει επισημανθεί και από τη Σύγκλητο του ΕΚΠΑ10.
β) Η μόνιμη παρουσία αστυνομίας στους Ακαδημαϊκούς χώρους, μόνο προβλήματα θα δημιουργήσει, χωρίς να λύσει κανένα. Ας σκεφτούμε πως η απειλή βίας συνήθως φέρνει περισσότερη βία.
γ) Δημιουργεί επιπλέον οικονομικά προβλήματα στα ΑΕΙ εν μέσω ήδη πολύ περιορισμένης κρατικής ενίσχυσης, καθώς αυτά θα επιβαρυνθούν με τα έξοδα λειτουργίας του νέου Σώματος. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι πολλά Πανεπιστήμια δυσκολεύονται να ανταποκριθούν σε πάγιες ανελαστικές υποχρεώσεις όπως θέρμανση, καθαρισμός, τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, υποδομές σε βιβλιοθήκες και αίθουσες διδασκαλίας, ανάγκες εργαστηρίων και σχεδόν κάθε κατηγορία πάγιων λειτουργικών εξόδων. Για τις υποδομές και τον εξοπλισμό της ΟΠΠΙ εκτιμάται πως αρχικά θα απαιτηθούν προϋπολογισμένα έξοδα τουλάχιστον 30 εκατ. ευρώ11, ποσό που όχι μόνο είναι εξαιρετικά υψηλό, αλλά επιπρόσθετα σχεδιάζεται να επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς των Πανεπιστημίων που σχετίζονται ειδικά με την έρευνα (ΕΛΚΕ), με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
δ) Τα Πανεπιστήμια δεν είναι “ξέφραγα αμπέλια”, όπως δυστυχώς ισχυρίζεται ο κίτρινος τύπος και μεγάλο ποσοστό των ΜΜΕ γενικότερα, αλλά φυλάσσονται και θα φυλασσόταν ακόμα καλύτερα αν το δικό τους προσωπικό φύλαξης δεν είχε αποδεκατιστεί ελέω “μνημονιακών” περικοπών, ειδικότερα την περίοδο 2012-2014. Εννοείται πως ο Ποινικός Κώδικας έχει πλήρη ισχύ παντού στην επικράτεια και άρα και στον χώρο των Πανεπιστημίων. Η ισχύς του δεν εξαρτάται από την τυχόν επέμβαση της αστυνομίας ή τον τρόπο φύλαξης.
ε) Σε καμία χώρα της Ε.Ε. δεν υπάρχουν τέτοιες “επινοήσεις” όπως η ΟΠΠΙ. Θέλουμε δε να πιστεύουμε πως κανείς εχέφρων δεν διανοείται να συγκρίνει την Ελλάδα με τις ΗΠΑ της ελεύθερης οπλοκατοχής και των δυστυχώς συχνών φαινομένων δολοφονιών μαθητών, όπως στο Columbine, στο Blacksburg/Virginia και τόσων άλλων τραγωδιών σε εκπαιδευτικά ιδρύματα εκεί.
Ακόμα, όμως, και αν τα παραπάνω θεωρηθούν μονόπλευρη ή μη ρεαλιστική οπτική εκ μέρους της ΕΠΕ, στο προτεινόμενο νομοσχέδιο υπάρχει καταφανέστατα σωρεία διατάξεων εξαιρετικά προβληματικών, με λάθος στόχευση και λάθος προτεραιότητες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα παρακάτω:
- Η οριζόντια θέσπιση ελάχιστης βάσης εισαγωγής δεν αναβαθμίζει με κανένα τρόπο την ποιότητα σπουδών, τις απαιτούμενες υποδομές ή τις χρόνιες ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό στα ΑΕΙ. Πλήττει σχεδόν αποκλειστικά, άδικα και αδικαιολόγητα τα περιφερειακά Πανεπιστήμια και επιχειρεί να αλλοιώσει τον εκπαιδευτικό χάρτη της χώρας, διαγράφοντας τα περιφερειακά ιδρύματα, παρά την σημαντική και πολύπλευρη προσφορά τους και την εθνική σημασία τους. Οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται θα πρέπει να είναι αναλογικά και οριζόντια σε όλα τα ιδρύματα. Επιπλέον, είναι αντισυνταγματικό και παράλογο να θεσπίζεται η βαθμολογική βάση του για τους εισακτέους στα δημόσια πανεπιστήμια και να τους απαγορεύεται η φοίτηση, ενώ αναγνωρίζονται τα πτυχία των ίδιων υποψηφίων από ιδρύματα του εξωτερικού ή ενδεχομένως και τα “κολλέγια”. Άλλωστε, η οποιαδήποτε ελάχιστη βάση εισαγωγής πρακτικά δεν σχετίζεται με τα ΑΕΙ αλλά με την Β-βάθμια Παιδεία, καθώς το σημερινό σύστημα εξετάσεων βασίζεται εξ’ ολοκλήρου στο εκπαιδευτικό πλάνο και στη διδακτέα ύλη της Γ’ τάξης του Λυκείου. Αν ο στόχος είναι υποτίθεται η καλύτερη ποιότητα και γνωστική ικανότητα των εισακτέων, αυτό είναι κάτι που πρέπει να διαμορφωθεί και να νομοθετηθεί κατάλληλα για τη Β-βάθμια εκπαίδευση, όχι για τα ΑΕΙ, με διαχωρισμό του ρόλου και αποσύνδεση από τις εξετάσεις εισαγωγής.
- Η επιβάρυνση των κονδυλίων έρευνας (ΕΛΚΕ) με τη μισθοδοσία και τον εξοπλισμό της “Μονάδας Ασφάλειας και Προστασίας” (άρθρο 10)12 σημαίνει διπλό πλήγμα για τα ΑΕΙ της χώρας. Πρώτον, σε επίπεδο περαιτέρω υπο-χρηματοδότησης της έρευνας όπως επιβεβαιώνεται και από τις φετινές προκηρύξεις του ΕΛΙΔΕΚ για νέους ερευνητές13,14, με πάνω από 50% μείωση του συνολικού προϋπολογισμού τους και κατά 1/3 μειωμένο τον προβλεπόμενο χρόνο υλοποίησης των έργων. Δεύτερον, σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας των ΑΕΙ έναντι ιδιωτικών φορέων (εκπροσωπώντας ξένα ιδιωτικά ιδρύματα υπό μορφή franchising), των οποίων τα πτυχία πρόσφατα εξισώθηκαν επαγγελματικά με αυτά των ΑΕΙ15,16, χωρίς καμία απολύτως πρόβλεψη αξιολόγησης επάρκειας και ποιότητας των σπουδών σε αυτά. Αδυνατούμε να κατανοήσουμε το λόγο που το ίδιο το υπουργείο Παιδείας στοχεύει συστηματικά ακριβώς στην υποβάθμιση του σημαντικότερου συγκριτικού πλεονεκτήματος των ΑΕΙ στην “ελεύθερη αγορά” της Γ-βάθμιας δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης, δεδομένου ότι τα ΑΕΙ της χώρας έχουν περάσει με επιτυχία όλες τις αξιολογήσεις (auditing) από εξωτερικούς φορείς και επιπλέον βρίσκονται πάνω από το μέσο όρο της Ε.Ε. σε επίπεδο παραγωγής ποιοτικής έρευνας, βάσει διεθνών δεικτών.
- Η αντισυνταγματικότητα της ένταξης του νέου αυτού Σώματος αστυνόμευσης των ΑΕΙ στην ΕΛ.ΑΣ. αντί στις Πρυτανείες δεν έγκειται μόνο στο επίπεδο της χρηματοδότησης και της λογοδοσίας, αλλά επιπλέον και στο ότι προβλέπεται εμπλοκή και ποινικοποίηση ζητημάτων αμιγώς ακαδημαϊκών, όπως για παράδειγμα η αντιγραφή στις εξετάσεις (άρθρα 16-17). Πραγματικά, είναι απορίας άξιο ποιος και βάσει ποιας δικονομικής διαδικασίας τεκμηριώνει την άποψη ότι παρόμοια πειθαρχικά παραπτώματα πρόκειται να διώκονται πλέον ως ποινικά αδικήματα, με ποινικές ευθύνες για φοιτητές που τα διαπράττουν και προφανώς για το διδακτικό προσωπικό αν δεν τα αντιληφθεί (δίωξη για “αμέλεια” ή ενδεχόμενη “συνέργεια”;).
- Στο ζήτημα των “αιώνιων φοιτητών”, για κάθε ακαδημαϊκό ή διοικητικό υπάλληλο σε ΑΕΙ είναι προφανές: με το υπάρχον νομικό πλαίσιο, πέραν του προβλεπόμενου κατά περίπτωση χρόνου σε έτη σπουδών, ο εκάστοτε φοιτητής/φοιτήτρια χάνει την ιδιότητα αυτή και ταυτόχρονα οποιουδήποτε είδους παροχή που συνδέεται με αυτή. Πρακτικά, δεν επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του ιδρύματος ή του κράτους γενικότερα με κανέναν απολύτως τρόπο, από την παροχή συγγραμμάτων και το μειωμένο εισιτήριο στα ΜΜΜ μέχρι το δικαίωμα δωρεάν σίτισης στη φοιτητική λέσχη ή δωρεάν διαμονή στη φοιτητική εστία. Αντίθετα, η συγκεκριμένη διάταξη είναι ξεκάθαρα εκδικητική σε ανθρώπους που είτε δεν θέλησαν είτε δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν εγκαίρως σε ένα πλήρες πρόγραμμα σπουδών, και μάλιστα σε μονίμως υποστελεχωμένα και υποχρηματοδοτούμενα ΑΕΙ, φαινόμενο δυστυχώς πάρα πολύ συχνό σε σχέση με την άμεση οικογενειακή ανάγκη εύρεσης εργασίας σε πολύ μικρή ηλικία.
Κλείνουμε με την ευχή να επικρατήσει η ψυχραιμία και η λογική στους κόλπους της κυβέρνησης, προκειμένου να αποσύρει η τελευταία το εν λόγω νομοσχέδιο και να τείνει ευήκοα ώτα στις προτάσεις Συλλόγων Πανεπιστημιακών, καθώς και Συγκλήτων των ΑΕΙ της χώρας.
Με εκτίμηση,
Για το ΔΣ της Ένωσης Πληροφορικών Ελλάδας