Τη στρατηγική του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για την ψηφιακή αναβάθμιση των υπηρεσιών του και τη βελτίωση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού του ανέπτυξε η Υπουργός, Νίκη Κεραμέως, στο πλαίσιο της 8ης Οικονομικής Διάσκεψης της Ε.ΕΝ.Ε που πραγματοποιήθηκε χθες, 13 Νοεμβρίου, με θέμα «Επαναβιομηχανοποίηση & Δεξιότητες: Χτίζοντας μία ανταγωνιστική & ανθεκτική οικονομία».
«Οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι ραγδαίες, αλλάζουν πολλές πτυχές που αφορούν στην αγορά εργασίας. Αλλάζουν δεξιότητες που χρειάζονται οι εργαζόμενοι. Αλλάζουν τα επαγγέλματα. Αλλάζει ο τρόπος λειτουργίας των επιχειρήσεων, όπως και οι εργασιακές σχέσεις», υπογράμμισε η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, τονίζοντας ότι στόχος του Υπουργείου είναι να χαράξει μία στρατηγική που θα ενσωματώσει και θα αξιοποιήσει τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Όπως τόνισε η κα Κεραμέως, η στρατηγική του Υπουργείου αναπτύσσεται σε τρεις πτυχές, με την πρώτη να περιλαμβάνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό του ίδιου του Υπουργείου, φιλοδοξώντας να απλοποιήσει τις διαδικασίες και να μειώσει τη γραφειοκρατία.
«Ήδη ο ΕΦΚΑ έγινε e-ΕΦΚΑ για να βγαίνουν πιο γρήγορα οι συντάξεις» είπε η κυρία Κεραμέως, εξηγώντας ότι η έκδοση των επικουρικών συντάξεων καθυστερούσε, γιατί έπρεπε να συλλεχθούν δεδομένα από χειρόγραφες καρτέλες ενσήμων. Στάθηκε επίσης στην Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας, την οποία χαρακτήρισε σημαντικό εργαλείο, βάσει του οποίου καταγράφεται και προκύπτει ο πραγματικός χρόνος εργασίας σε σχέση με τις αμοιβές. Επεσήμανε παράλληλα ότι η Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας ευνοεί στη λειτουργία του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων.
Η δεύτερη πτυχή αφορά την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, με κατάρτιση των εργαζομένων και ενίσχυση των ψηφιακών και πράσινων δεξιοτήτων τους. Σύμφωνα με την Υπουργό Εργασίας, ήδη πάνω από 300.000 άνθρωποι έχουν καταρτιστεί μέσα από τα προγράμματα της ΔΥΠΑ, ενώ στόχος είναι ο αριθμός αυτός να φθάσει τις 500.000 τον επόμενο χρόνο. Η Υπουργός παρέθεσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το 55% του πληθυσμού έχει βασικές ψηφιακές δυνατότητες και τον στόχο να είναι να πάμε το 2030 στο 80%. Σημείωσε ότι 1 στους 4 καταρτιζόμενους είναι απόφοιτος πανεπιστημίου, τονίζοντας ότι η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση είναι η απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις για την εξεύρεση εξειδικευμένου προσωπικού.
Ο τρίτος πυλώνας σχετίζεται με την ενίσχυση του διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους και τις επιχειρήσεις, δημιουργώντας έναν μηχανισμό διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας, που προσπαθεί να διαγνώσει τις ανάγκες βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. «Οι δυνατότητες και τα πλεονεκτήματα του ψηφιακού μετασχηματισμού είναι πολλά, όπως και οι προκλήσεις. Χρειάζεται να προσαρμοζόμαστε στις εξελίξεις και να υπάρχει ευελιξία του θεσμικού πλαισίου με επίκεντρο την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων», συμπλήρωσε η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Μετά την παρέμβαση της κυρίας Κεραμέως ακολούθησε συζήτηση για τον ψηφιακό μετασχηματισμό με συντονιστή τον Γιάννη Φώσκολο, Διευθυντή της Ημερησίας και Προϊστάμενο Οικονομικού στο OPEN TV. Όπως τόνισε ο Κωνσταντίνος Κυρανάκης, Υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, οι ελληνικές επιχειρήσεις προσπαθούν αλλά δεν έχουν κάνει ακόμα το άλμα προς την ψηφιακή εποχή, διακατεχόμενες από μία φοβία στο να αλλάξουν τον τρόπο που δουλεύουν. «Για να είμαστε πιο μπροστά από τους ανταγωνιστές μας, θέλει τόλμη, αλλιώς απλά δεν θα είμαστε», είπε ο κ. Κυρανάκης. Σημείωσε ότι πολλές εταιρείες, ειδικά μεγάλες, εμφανίζονται αρνητικές στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη, εκτιμώντας ότι είναι θέμα νοοτροπίας που διακατέχει τους ανθρώπους των εταιρειών που διαχειρίζονται αυτά τα έργα. «Οι επιχειρήσεις πρέπει να κάνουν μια μαζική επένδυση στην κυβερνοασφάλεια τους», προσέθεσε ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Τις χαμηλές επιδόσεις της Ελλάδας στο θέμα των δεξιοτήτων των εργαζομένων ανέδειξε ο Σπύρος Πρωτοψάλτης, Διοικητής της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης. «Αν δεν επενδύσουμε, η ψηφιακή εποχή θα αφήσει πολύ κόσμο πίσω», είπε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι τον τελευταίο 1,5 χρόνο 200.000 άνθρωποι έλαβαν πιστοποίηση ψηφιακών δεξιοτήτων. Εξήγησε ότι η Ευρώπη έχει θέσει τον πολύ φιλόδοξο στόχο το 60% του πληθυσμού να συμμετέχει σε ψηφιακές δράσεις, μέχρι το 2030, κάτι που για να το πετύχουμε χρειάζεται βούληση και χρηματοδότηση. «Στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία στην κατάρτιση και την ενδοεταιρική κατάρτιση, ειδικά στη δεύτερη είμαστε ουραγοί. Πρέπει να καταλάβουν ότι η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό δεν είναι έξοδο, αλλά επένδυση», τόνισε ο κ. Πρωτοψάλτης, εκφράζοντας την αισιοδοξία ότι με τα εργαλεία που έχουμε θα σημειωθεί μεγάλη πρόοδος σε σύντομο χρονικό διάστημα.
«Είμαστε ουραγοί στον ψηφιακό μετασχηματισμό, πρέπει να τρέξουμε πιο πολύ από τους υπόλοιπους», υποστήριξε από την πλευρά του ο Βύρων Νικολαΐδης, Ιδρυτής και Διευθύνων Σύμβουλος, Όμιλος PeopleCert. Υπογράμμισε ότι αυτά που ξέρουμε σήμερα δεν θα είναι χρήσιμα σε 10 χρόνια, κάτι που σημαίνει ότι όποιος δεν προσαρμοστεί θα τεθεί εκτός αγοράς. Αναφερόμενος στη δράση του ομίλου, ο κ. Νικολαΐδης είπε πως καταρτά και επανακαταρτά εργαζομένους σε πάνω από 200 χώρες, έχοντας αναπτύξει συνεργασία με 800 οργανισμούς σε 45 χώρες, με την Ελλάδα δυστυχώς να μην συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών. «Αυτό που κάνουμε είναι να ενδυναμώνουμε ανθρώπους και οργανισμούς για να μπορούν να πετύχουν το μάξιμουμ των δυνατοτήτων τους», ανέφερε ο κ. Νικολαΐδης, προσθέτοντας πως δύο εκ των δέκα κορυφαίων πιστοποιήσεων παγκοσμίως είναι του Ομίλου PeopleCert. Εξέφρασε, επίσης, την πρόθεση της εταιρείας να βοηθήσει την Ελλάδα στον τομέα των πιστοποιήσεων, λέγοντας πως αυτή τη στιγμή το πλαίσιο είναι ασφυκτικό και δεν δίνει ελευθερία στην αγορά, καθώς το ποια πιστοποίηση θα πάρει κάποιος ορίζεται κεντρικά και όχι από την αγορά. «Αν θέλουμε να φέρουμε αποτέλεσμα, πρέπει να σπάσουμε αυγά», συμπλήρωσε ο κ. Νικολαΐδης.
Στη δική του τοποθέτηση ο Γιάννης Παναγόπουλος, πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας, υποστήριξε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν κάνουν αυτό που πρέπει, με συνέπεια πολλοι εργαζόμενοι να επωμίζονται το κόστος της αναβάθμισης των ψηφιακών τους δεξιοτήτων. «Τα χαμηλά εισοδήματα και τα ευάλωτα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο ψηφιακής φτώχειας», σχολίασε ο κ. Παναγόπουλος. Επικαλέστηκε μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ, που δείχνει ότι στον επιχειρηματικό κλάδο δεν υπάρχει μεγάλη ανησυχία για την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης, λέγοντας πως το παραγωγικό μοντέλο της χώρας επιμένει στην ένταση της εργασίας και μάλιστα στην φθηνή εργασία. «Στο παρωχημένο αυτό μοντέλο, αξίζουν να συζητηθούν οι προτάσεις της ΕΕΝΕ για τις ψηφιακές δεξιότητες», προσέθεσε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ.
Ο Γιώργος Ζερίτης, Συνιδρυτής της Intellectica, αναφέρθηκε στη σημασία αναβάθμισης των ψηφιακών υποδομών και των ψηφιακών δεξιοτήτων, εκτιμώντας ότι υπάρχουν πολλά ακόμα βήματα να γίνουν για να φτάσουμε στο επιθυμητό επίπεδο. «Η Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο ψηφιακής ωριμότητας, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει αντιστρέψει την τάση και προοδεύει», τόνισε ο κ. Ζερίτης, υποστηρίζοντας ότι έχει γίνει σημαντική δουλειά στο κομμάτι των υποδομών και στην ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, είμαστε όμως ακόμα πολύ πίσω στις οπτικές ίνες και την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης. Συμπλήρωσε, δε, ότι οι θέσεις της Ε.ΕΝ.Ε αντανακλούν πολλές από αυτές τις προκλήσεις.
Πώς θα αναβαθμιστεί το ανθρώπινο δυναμικό
Στη συνέχεια η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού και τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν. Σύμφωνα με τον κ. Πάνο Τσακλόγλου, Υφυπουργό Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης, η δημογραφική γήρανση αλλάζει τα δεδομένα στην προσφορα και τη ζήτηση εργασίας, δημιουργώντας συγκεκριμένες ανάγκες. «Σίγουρα χρειάζεται κατάρτιση και επανακατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού. Χρειάζεται επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο», τόνισε ο κ. Τσακλόγλου. Ερωτηθείς για την εισαγωγή εργαζομένων, σημείωσε οι μετανάστες που έρχονται για εργασία θα πρέπει να έχουν προσόντα συμπληρωματικά προς την εγχώρια αγορά και να ακολουθούνται πολιτικές ενσωμάτωσης. Εκτίμησε ότι με τους κανόνες που λειτουργεί αυτή τη στιγμή το ασφαλιστικό σύστημα είναι βιώσιμο και εξέφρασε την αισιοδοξία του για την απόδοση της ακολουθούμενης πολιτικής, λέγοντας ότι τα αποτελέσματα θα φανούν σε μερικά χρόνια.
Από την πλευρά του ο Νικόλαος Μηλαπίδης, Γενικός Γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τόνισε ότι ο μέσος μισθός θα ξεπεράσει τα 1.500 ευρώ στο τέλος της κυβερνητικής θητείας, υπάρχουν όμως πολλά ακόμα να γίνουν στην αγορά εργασίας, όπως να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. «Στόχος είναι η διεύρυνση του εργατικού δυναμικού και η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω των επενδύσεων», ανέφερε ο κ. Μηλαπίδης, κάνοντας λόγο για αναντιστοιχία δεξιοτήτων και αγοράς εργασίας, με πολλές επιχειρήσεις να μην μπορούν να βρουν εργαζόμενους. «Ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι αυτός της κατάρτισης και επανακατάρτισης, τόσο από το κράτος όσο και από τις εταιρείες εσωτερικά», είπε ο κ. Μηλαπίδης, προσθέτοντας πως όσο αυξάνονται η παραγωγικότητα και οι επενδύσεις, τόσο θα αναπτύσσεται η οικονομία και θα αυξάνονται οι μισθοί.
Η Αντιγόνη Ξιώνη, Διευθύνουσα Σύμβουλος του People for Business, χαρακτήρισε ως μεγάλες προκλήσεις για την επιχειρηματικότητα την ανεύρεση ταλέντων και τη διαχείρισή τους. «Δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Η Ελλάδα βρίσκεται πίσω σε πολλούς δείκτες ψηφιακής κατάρτισης κι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας», σχολίασε η κυρία Ξιώνη. Τόνισε ότι οι εταιρείες πρέπει να υιοθετήσουν κάποιες στρατηγικές για την ευθυγράμμιση της εταιρικής κουλτούρας με τις ψηφιακές δεξιότητες. Όπως είπε, η αγορά αλλάζει κάθε μέρα και το 40% των εργαζομένων αναμένεται να αναβαθμίσει τις δεξιότητές του τα επόμενα 5 χρόνια. Κάλεσε τις εταιρείες – ηγέτες να δείξουν τον δρόμο προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό, επενδύοντας στην κατάρτιση και επανακατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού. «Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στην τεχνολογική επανάσταση. Αν χάσουμε το τρένο, δεν θα μπορέσουμε να παίξουμε ρόλο στον παγκόσμιο χάρτη», συμπλήρωσε η κυρία Ξιώνη.
Τέλος, ο Θεόφιλος Βασιλειάδης, Συνιδρυτής & Πρόεδρος ΔΣ του Kariera.gr, υπογράμμισε ότι δεν μπορούμε σαν χώρα να τα λύσουμε όλα μαζί, γι αυτό και θα πρέπει να εστιάσουμε σε τρεις τομείς, στους οποίους παρατηρείται το μεγαλύτερο κενό. «Πρόκειται για τη βιομηχανία, τις κατασκευές και τον τουρισμό. Είναι δουλειές που πλέον χρειάζονται γνώσεις και μας λείπουν οι δεξιότητες σε αυτούς τους κλάδους», τόνισε ο κ. Βασιλειάδης. Σημείωσε ότι τις εταιρείες που προχωρούν με δικούς τους πόρους στην εκπαίδευση και την κατάρτιση των εργαζομένων τους, οδηγώντας σε αύξηση των μισθών τους, το κράτος θα πρέπει με κάποιο τρόπο να τις ανταμείψει. Όχι με επιδοτήσεις, αλλά με απαλλαγή π.χ. από τις επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές, ώστε η αύξηση των μισθών να μην κοστίσει διπλά στις εταιρείες.