Στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού του 2024 το οποίο κατατίθεται σήμερα στη Βουλή αναφέρθηκε ο Νίκος Παπαθανάσης, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών από το βήμα του 22nd HEALTHWORLD CONFERENCE που διοργανώνει το ΕλληνοΑμερικανικό Επιμελητήριο. «Όπως είχαμε υποσχεθεί στο πρόγραμμα σταθερότητας, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να κλείσει στο 1,1% του ΑΕΠ ενώ στόχος είναι το 2024 να διαμορφωθεί στο 2,1%. Σε ό,τι αφορά στις επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν από 8,3% εφέτος στο 12,3% το 2024. Συνακόλουθα, αυτό βοηθά και τη μείωση της ανεργίας, επομένως ο χώρος που δημιουργείται δημοσιονομικά μάς δίνει τη δυνατότητα και σε αυτό το προσχέδιο προϋπολογισμού να αυξήσουμε τις δαπάνες για τα νοσοκομεία και την πρωτοβάθμια υγεία κατά 15%» τόνισε ο κ. Παπαθανάσης.
Επίσης, στην ομιλία του εστίασε στις προκλήσεις που αναδεικνύονται λόγω της κλιματικής κρίσης σημειώνοντας ότι επηρεάζεται ο κρατικός προϋπολογισμός αλλά και η δημόσια υγεία καθώς όλα αλληλοσυνδέονται. «Η κλιματική κρίση είναι εδώ» σημείωσε και συμπλήρωσε: «οι επιπτώσεις είναι εμφανείς. Πρέπει να έχουμε βασική στήριξη από την Ευρώπη με ένα πρόγραμμα αλληλεγγύης που θα στηρίζει τις χώρες κατά την κλιματική κρίση».
«Εμείς θα είμαστε σωστοί δημοσιονομικά, κρατώντας τους στόχους που έχουμε για να μπορούμε να στηρίζουμε τον κλάδο της υγείας και όλα όσα άπτονται με αυτόν» τόνισε ο κ. Παπαθανάσης.
“1,5 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση 80 νοσοκομείων και 156 κέντρων υγείας”
Εστιάζοντας στα χρηματοδοτικά εργαλεία, υπογράμμισε ότι εκτός από τις αυξημένες δαπάνες κατά 15% για τα νοσοκομεία και την πρωτοβάθμια υγεία στον προϋπολογισμό, περίπου 1,5 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης θα διατεθούν για την αναβάθμιση 80 νοσοκομείων και 156 κέντρων υγείας. «Όλα αυτά δεν θα μπορούσαμε να τα υλοποιήσουμε αν δεν είχαμε αυτούς τους πόρους, επομένως έχει σημασία το γεγονός ότι από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, που ενισχύεται περαιτέρω, από το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και από το ΕΣΠΑ έχουμε πόρους έτσι ώστε να στηρίξουμε την έρευνα, το επενδυτικό clowback, καθώς επίσης νοσοκομεία και κέντρα υγείας».
Από την πλευρά του, ο Τάσος Γιαννίτσης, ομότιμος καθηγητής οικονομικών επιστημών από το βήμα του συνεδρίου σημείωσε ότι η χρηματοδότηση της υγείας συνδέεται με ένα πολύ διαφορετικό τοπίο. «Μελλοντικά θα έχουμε πολλές ισχυρές και συχνά απρόβλεπτες πιέσεις σε πολλά μέτωπα, πέρα από την υγεία, που θα απαιτούν πρόσθετη χρηματοδότηση» ανέφερε ο κ. Γιαννίτης.
Στο πλαίσιο αυτό ο ορθολογισμός στην οργάνωση της δαπάνης του συστήματος υγείας είναι εξαιρετικά σημαντικός, σύμφωνα με τον κ. Γιαννίτση, γιατί όταν λείπουν οι πόροι δημιουργούνται μεγάλα προβλήματα. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι αδυναμίες στο σύστημα υγείας θα οδηγούν συχνότερα και περισσότερο σε κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις.
Στην καινοτομία στον τομέα της υγείας αναφέρθηκε ο Ezat Azem, διευθύνων σύμβουλος της Roche Hellas. Όπως είπε, τα τελευταία χρόνια ο κλάδος της υγείας εξελίσσεται ραγδαία με την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και τη χρήση υπερσύγχρονου εξοπλισμού που επιφέρουν σημαντικές αλλαγές σε νοσοκομεία, κλινικές και εργαστήρια. Το τοπίο της υγειονομικής περίθαλψης μεταμορφώνεται παρέχοντας στους ασθενείς τα καλύτερα αποτελέσματα και βελτιώνοντας τις συνθήκες περίθαλψης.
Στην κλιματική κρίση εστίασε ο Νίκος Δέδες πρόεδρος της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, ιδρυτής και πρόεδρος του Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή» σημειώνοντας ότι αλλάζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαμορφώνονται οι πολιτικές και στον τομέα της υγείας. Μάλιστα σημείωσε ότι η κλιματική κρίση και οι πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία επιτείνουν την ανάγκη επένδυσης στον χώρο της υγείας. Στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαία η αύξηση της δαπάνης προκειμένου να καλυφθούν οι πρόσθετες ανάγκες που έχουν προκύψει, προσέθεσε.
Ο Γεώργιος Βελιώτης, γενικός διευθυντής Ζωής & Υγείας Interamerican, πρόεδρος Ευρωπαϊκή Ασφαλιστική Επιτροπή Υγείας, πρόεδρος EURAPCO Health Group, μιλώντας στο συνέδριο τόνισε ότι δεν υπάρχει ιδανικό σύστημα υγείας. «Πρέπει να βρούμε αυτό που ταιριάζει στα δικά μας δεδομένα» σημείωσε. Ο ίδιος προσέθεσε ότι μετά το ξέσπασμα της πανδημίας τα δεδομένα στον τομέα της υγείας έχουν αλλάξει. Η ζήτηση για υπηρεσίες έχει αυξηθεί δραματικά και για τον λόγο αυτό χρειάζεται καινούρια προσέγγιση τόσο για τον σχεδιασμό όσο και για τη διαχείριση. Στο πλαίσιο αυτό, χρειάζεται συνεργασία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα ώστε το βάρος να μοιραστεί και τα αποτελέσματα να είναι πιο στοχευμένα.