Μια πρόσφατη γνωμοδότηση του βασικού συμβούλου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έρχεται μήνες πριν από την τελική απόφαση, για μια από τις μεγαλύτερες υποθέσεις παράβασης αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στον κόσμο, και προτείνει στο ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ να ακυρώσει την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου του 2020, η οποία ανέφερε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι ο φόρος τελικά οφειλόταν, και να αναπέμψει εκ νέου την υπόθεση προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κατηγορήσει την Apple, αλλά και την Ιρλανδία, για φοροδιαφυγή μέσω ευνοϊκών φορολογικών διαδικασιών και έχει ζητήσει τη πληρωμή από την Apple 13 δισεκατομμυρίων ευρώ αναδρομικών φόρων στην Ιρλανδία.
Το ιστορικό
Η τότε επίτροπος Ανταγωνισμού της ΕΕ, Margrethe Vestager, διέταξε την Apple το 2016 να καταβάλει περισσότερα από 13 δισεκατομμύρια ευρώ σε φόρους, που καλύπτουν την περίοδο 2004-2014, καθώς ισχυρίστηκε ότι το ιρλανδικό κράτος είχε δώσει στον αμερικανικό τεχνολογικό γίγαντα παράνομη φορολογική βοήθεια.
Η απόφαση επικεντρώθηκε σε δύο φορολογικές γνωμοδοτήσεις – ή «αποφάσεις» όπως αναφέρονται – που δόθηκαν από την εφορία της Ιρλανδίας, το 1991 και το 2007, σε θυγατρικές της Apple στην Ιρλανδία, τη χρονιά που παρουσιάστηκε το πρώτο iPhone και τα κέρδη της Apple άρχισαν να διογκώνονται.
Οι αποφάσεις αυτές έδωσαν στον αμερικανικό τεχνολογικό γίγαντα ένα αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι άλλων εταιρικών φορολογουμένων, καθώς επέτρεψαν στον όμιλο να διοχετεύσει τα έσοδα από τις τεράστιες ευρωπαϊκές πωλήσεις μέσω «εικονικών» στην ουσία θυγατρικών εταιρειών της Apple με έδρα το Κορκ, της Apple Sales International (ASI) και της Apple Operations Europe (AOE), οι οποίες τυπικά δεν ήταν «φορολογικοί κάτοικοι» Ιρλανδίας. Μόνο οι δραστηριότητες των ιρλανδικών “υποκαταστημάτων” της Apple υπόκειντο σε φόρο.
Μια νομική προσφυγή από την Ιρλανδία και την Apple κατά της απόφασης της Επιτροπής οδήγησε σε απόφαση του γενικού δικαστηρίου της ΕΕ το 2020 ότι οι αξιωματούχοι της κ. Vestager απέτυχαν να αποδείξουν ότι ο φόρος τελικά οφειλόταν.