Είναι ελληνική, είναι fintech. Δίνει το «παρών» σε 11 διαφορετικές χώρες, με περισσότερες από 50 εταιρείες διεθνώς και απασχολεί περισσότερα από 100 άτομα, η πλειονότητα των οποίων στην Αθήνα. Και τι κάνει; Είναι η πρώτη εταιρεία της Ευρώπης, η οποία πρακτικά επιτρέπει τις ψηφιακές πληρωμές στον χώρο του land-based gaming και ψυχαγωγίας. Ο λόγος για τη «made in Greece» ΟΚΤΟ.
«Σε πέντε χρόνια θα ήθελα να είμαστε σε 25 χώρες και έχοντας μια μεγάλη ομάδα -πάντα με βάση την Αθήνα- να μπορούμε να τρέχουμε έναν όγκο περίπου 10 δισεκατομμυρίων ευρώ σε συναλλαγές» μας λέει ο Φίλιππος Αντωνόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της ΟΚΤΟ, ο οποίος περιγράφει στο «MR» το όραμα του για την εξέλιξη της ελληνικής fintech, μέλος του δικτύου Endeavor Greece.
Αλλά προτού φθάσουμε στο αύριο, ας ρίξουμε μια ματιά στο σήμερα. Ποια είναι η ΟΚΤΟ; Ποιος ο ακριβής ρόλος στη χαώδη και πολλά υποσχόμενη αγορά των τεχνολογικών-οικονομικών εταιρειών; Πώς καταφέρνει να ξεχωρίζει παρά τον έντονο διεθνή ανταγωνισμό;
Και γιατί συνεχίζει να επιλέγει ως βάση την Ελλάδα; Τι βρίσκει στο εγχώριο οικοσύστημα; Ποια είναι τα πλεονεκτήματά του και ποια τα μειονεκτήματά του; Μπορεί το Ταμείο Ανάκαμψης να αναβαθμίσει έτι περισσότερο τις ελληνικές fintech και να παράσχει την απαιτούμενη ώθηση;
Ποια είναι η ΟΚΤΟ
Η ΟΚΤΟ, όπως μας εξηγεί ο κ. Αντωνόπουλος, αυτό που κάνει καλά είναι να ψηφιοποιεί τα μετρητά αλλά και τη φυσική εμπειρία της ψυχαγωγίας, της αναψυχής και του gaming, παρέχοντας στοχευμένες fintech λύσεις.
Είναι, άλλωστε, η πρώτη εταιρεία στην Ευρώπη, η οποία επιτρέπει τις ψηφιακές πληρωμές στον χώρο του land-based gaming & ψυχαγωγίας, αλλά κι από τις λίγες εταιρείες της Ευρώπης, η οποία συνδέει τόσο το επίγειο όσο και το online κανάλι σε μια ενιαία πλατφόρμα πληρωμών.
«Η στοχοπροσήλωση σε αυτούς τους συγκεκριμένους κλάδους, κάνει την ΟΚΤΟ ιδιαίτερα ανταγωνιστική και σε αρκετές αγορές έως και μοναδική στις λύσεις που προσφέρει» τονίζει ο κ. Αντωνόπουλος, ο οποίος δεν παραλείπει να αναφέρει και στο πώς ακριβώς γεννήθηκε η ιδέα για όλα τα παραπάνω.
«Προήλθε από μια συνάντηση απόψεων και γνώσεων την περίοδο 2018-2019, όπου μια ικανή ομάδα στις ψηφιακές πληρωμές συνάντησε μια ικανή ομάδα στους κλάδους του gaming και της ψυχαγωγίας». Η τελευταία είχε τη γνώση του τι λείπει από τον κλάδο, ενώ η πρώτη είχε την ικανότητα να αναπτύξει τις λύσεις που απαιτούνταν.
Η ΟΚΤΟ πέτυχε επειδή είχε τον πελάτη στο εσωτερικό της, σπεύδει να συμπληρώσει, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι μια δυνατή τεχνολογία με κέντρο την Αθήνα και την Ελλάδα (το κέντρο ανάπτυξης τεχνολογίας και σχεδιασμού νέων προϊόντων βρίσκεται στη χώρα μας) μπορεί να είναι ανταγωνιστική σε πολλές διεθνείς αγορές.
Το μοντέλο του «εσωτερικού επιχειρηματία»
Και κάπως, έτσι, η ΟΚΤΟ έχει φθάσει να απασχολεί σήμερα περισσότερους από 100 εργαζόμενους, σε 10 χώρες της Ευρώπης και μία της Λατινικής Αμερικής (Βραζιλία).
Όμως, για να μεγαλώσει ταυτόχρονα και γεωγραφικά και τεχνολογικά, χρειάστηκε μια πραγματική καινοτομία, εισάγοντας την κουλτούρα του επιχειρηματία μέσα στην εταιρεία («in-house entrepreneur»). Τι σημαίνει αυτό;
Κάθε συνεργάτης ή συνεργάτιδα μπορεί να αναλάβει μια ιδέα και να την τρέξει δρώντας σαν ανεξάρτητος επιχειρηματίας, με την στήριξη και την υποδομή της ΟΚΤΟ, ακόμη και σε διαφορετικό επιχειρηματικό όχημα, όπως π.χ. έγινε με την πολλά υποσχόμενη digital bank for kids, την Woli Fintech.
Εν ολίγοις, η εταιρική κουλτούρα επιτρέπει και ευνοεί την ανάπτυξη νέων καινοτόμων ιδεών, οι οποίες στη συνέχεια αναπτύσσονται αυτόνομα. Άλλωστε, αρκετές αγορές του εξωτερικού «άνοιξαν» χάρη σε αυτό το μοντέλο.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αποτελούν οι Γερμανία, Ολλανδία και Βραζιλία, οι οποίες λειτουργούν από συνεργάτες, οι οποίοι δρουν πρακτικά σαν ξεχωριστοί CEO.
«Έχουν απόλυτη δικαιοδοσία εμπορικά, τεχνολογικά και λειτουργικά. Και η ΟΚΤΟ τους στηρίζει με υποδομή και χρήματα. Αυτό που δεν μπορεί να αντιγραφεί είναι η τεχνολογική πλατφόρμα. Είμαστε μια πολύ οριζόντια εταιρεία» υπογραμμίζει ο κ. Αντωνόπουλος.
Από τα μετρητά στις ψηφιακές πληρωμές
Όλα τα παραπάνω άρχισαν να λαμβάνουν χώρα από το 2018 και μετέπειτα, όταν το fintech άρχισε να κάνει τα πρώτα δειλά – δειλά βήματα και στη δική μας γειτονιά.
«Μαζέψαμε μία ιδρυτική ομάδα που γνώριζε τον εγχώριο κλάδο των πληρωμών στην εντατική λιανική (επίγεια σημεία πώλησης) και την συνδυάσαμε με μία ομάδα δραστηριοποιούμενη διεθνώς στην ψυχαγωγία και το gaming, με τμήμα της οποίας ήμασταν συνεργάτες σε προηγούμενες εταιρίες» θυμάται ο κ. Αντωνόπουλος.
Έτσι, με χρηματοδότηση από ίδιους πόρους, ως απόρροια της συσσωρευμένης κερδοφορίας των προηγούμενων ετών, και με επενδύσεις στη νέα εποχή, η ΟΚΤΟ αποφάσισε να στραφεί προς τις ψηφιακές πληρωμές.
Και για να γίνει αυτό, χρειάστηκαν τρεις παράγοντες, όπως επισημαίνει ο CEO της εταιρείας:
Φέραμε από το εξωτερικό μια ηγετική ομάδα με μεγάλη εμπειρία στις διεθνείς αγορές σε κλάδους της τεχνολογίας.
Η κερδοφορία των προηγούμενων ετών έδωσε το έναυσμα για την τεχνολογική μετάβαση, η οποία είναι και δύσκολη και κοστοβόρα.
Τόσο διεθνώς όσο και εγχώρια ο κλάδος του fintech άρχισε να ελκύει το ενδιαφέρον επενδυτών και εμπορικών συνεργατών, κάτι που καθιστούσε εύκολη την εξεύρεση πρόσθετων κεφαλαίων και νέων πελατών.
Όλα αυτά απέφεραν πολύ γρήγορα αποτέλεσμα, με την ΟΚΤΟ να ανοίγει τα φτερά της στο εξωτερικό, έχοντας δημιουργήσει μια πολύ ανταγωνιστική και ισχυρή τεχνολογική πλατφόρμα ψηφιακών πληρωμών για gaming και ψυχαγωγία.
Γιατί επιμένει στην Ελλάδα
Η εταιρεία, αν και θα μπορούσε να μεταφέρει την έδρα της σε κάποια πιο τεχνολογικά προηγμένη χώρα, εντούτοις προτιμάει να παραμένει στην Ελλάδα. Και ένας από τους λόγους είναι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγοράς έμψυχου δυναμικού.
«Αυτό που έχει η Ελληνίδα μηχανικός ή ο Έλληνας σχεδιαστής προϊόντων είναι μια έντονη ικανότητα προσαρμογής, κάτι που είναι απαραίτητο για να ανοιχτούμε σε νέες χώρες. Το γεγονός δε ότι δεν έχουμε μια μεγάλη αγορά, άρα είμαστε υποχρεωμένοι να εξάγουμε, μας κάνει όλους ανοιχτούς στην προσαρμοστικότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών, στα ήθη και τα έθιμα, ή στις προτιμήσεις των καταναλωτών» εξηγεί ο κ. Αντωνόπουλος.
Κάτι, το οποίο δεν ισχύει απαραίτητα στις μεγαλύτερες χώρες που επικεντρώνονται στο πόσο επιτυχημένο είναι το δικό τους μοντέλο. Τέτοιες αγορές είναι της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, όπου η προσοχή δίνεται στο εσωτερικό και όχι στο εξωτερικό.
Ο μονόδρομος της επέκτασης
Επειδή οι πληρωμές απαιτούν μεγάλο όγκο για κερδοφορία και τα περιθώρια στην Ελλάδα είναι χαμηλά, η επέκταση σε άλλες αγορές, πέραν της ελληνικής, ήταν μονόδρομος για την ΟΚΤΟ. Κι αυτό ισχύει λίγο – πολύ και για τις υπόλοιπες ελληνικές fintech.
«Ο συνολικός όγκος συναλλαγών και η πληθυσμιακή βάση της χώρας δεν επαρκούν για την στροφή στην κερδοφορία νεοφυών fintech» σημειώνει ο CEO της εταιρείας, ο οποίος βέβαια διαπιστώνει την ύπαρξης ενός σημαντικού πεδίου ευκαιριών, δεδομένου ότι τα μετρητά -σε αντίθεση με άλλες χώρες- εξακολουθούν να αντέχουν στην Ελλάδα. «Αυτό σημαίνει για εμάς ευκαιρία».
Την ίδια ώρα, ο κ. Αντωνόπουλος θεωρεί πολύ σημαντικό για οποιαδήποτε εταιρία τεχνολογίας που θέλει να είναι καινοτόμα και ανταγωνιστική, να απολαμβάνει την υποστήριξη δομών.
«Μπορεί να είναι συστάδες καινοτομίας, δίκτυα επιχειρηματικά, ή το ίδιο το κράτος έμμεσα ή άμεση Αυτό το κάνουν όλες οι χώρες που έχουν εξαγώγιμη τεχνολογία και φυσικά το κάνει ολοένα και καλύτερα η Ελλάδα. Ομολογώ ότι τα τελευταία τρία χρόνια έχουμε κάνει πολύ μεγάλα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση».
Μάλιστα, τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν την πλέον κατάλληλη ευκαιρία, προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα επενδυτικά νούμερα, παρέχοντας ακόμη έναν μοχλό ανάπτυξης και κυρίως επιτάχυνσης της υλοποίησης των επιχειρηματικών σχεδίων των ελληνικών νεοφυών διεθνώς, όπως αναφέρει ο CEO της ΟΚΤΟ. Κι αυτό με έναν αρκετά πιο ώριμο τρόπο διοχέτευσης και απορρόφησης, καθώς «αν πριν από τέσσερα χρόνια έρχονταν τα ίδια χρήματα, πιστεύω ότι η απορρόφηση θα ήταν ελάχιστη».
Tι πρέπει να κάνουν οι ελληνικές start up
Όμως για να γίνει αυτό πραγματικότητα και να μην χαθεί η ευκαιρία, θα πρέπει να συμβάλλουν και οι ίδιες οι fintech ή start up ή scale up εταιρείες. Διότι ναι μεν έχουμε πολλές νεοφυείς επιχειρήσεις, αλλά είναι πολύ λίγες όσες μπορούν να αντλήσουν πραγματικά μεγάλα κεφάλαια.
«To βλέπουμε και στον χώρο του venture capital, μονομαχούν για να βρουν εταιρείες και να επενδύσουν, και πολύ συχνά επενδύουν μαζί στην ίδια εταιρεία ποσά τα οποία είναι κατ’ ουσία μικροποσά συγκρινόμενα με τα ευρωπαϊκά μεγέθη».
Και τι πρέπει να γίνει γι’ αυτό; «Αυτό που απαιτείται είναι μία πιο ρεαλιστική καθοδήγηση ως προς το πόσο μεγάλο πρέπει να είναι ένα πλάνο για να αποδώσει, αλλά και μια κατανόηση ότι επειδή η προοπτική πρέπει ναι είναι μεγάλη, δεν μπορεί να γίνει με 5 ή 10 ανθρώπους».
Εν ολίγοις, οι ελληνικές νεοφυής και fintech εταιρείες θα πρέπει να στοχεύουν υψηλότερα, να πιστεύουν στο προϊόν τους και να έχουν αντίληψη του πόσα «πυρομαχικά» χρειάζονται για να πετύχουν τον στόχο τους. «Μόνο έτσι, θα χτίσουμε το αναγκαίο μέγεθος, ώστε να αντλήσουμε και περισσότερα χρήματα και να ανταγωνιστούμε τις εταιρείες του εξωτερικού» σημειώνει ο κ. Αντωνόπουλος.
Οι νέες τάσεις στο fintech
Τέλος, ως ο πλέον ειδικός και γνώστης του κλάδου, ο επικεφαλής της ΟΚΤΟ μάς παραθέτει και τις νέες τάσεις στον κλάδο του fintech, οι οποίες διαρθρώνονται στις εξής δύο:
Embedded Finance, η οποία σαν έννοια περιγράφει την εμπειρία που έχουμε εμείς σαν καταναλωτές να πληρώνουμε ένα αγαθό χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι μπήκαμε σε διαδικασία πληρωμής. Ένα παράδειγμα είναι η εφαρμογή της Uber. Όλα εντάσσονται σε μια ψηφιακή εμπειρία, η οποία δεν έχει να κάνει με πληρωμές, αλλά με μια καταναλωτική καθημερινή χρήση.
Super Apps, τα οποία κυριαρχούν στην Ασία αλλά σιγά – σιγά εντάσσονται και στην στρατηγική των αμερικανικών εταιρειών, όπως είναι η PayPal. Σε μία εφαρμογή κάνει κάποιος όχι μόνο τις απλές κινήσεις πληρωμών, αλλά και υπηρεσίες αποταμίευσης, επενδύσεων, πληρωμών λογαριασμών κ.ο.κ.
«Αυτές οι τάσεις επηρεάζουν τη στρατηγική και της δικής μας εταιρείας» παραδέχεται ο κ. Αντωνόπουλος, ο οποίος εξηγεί ότι η πραγματική καινοτομία συνίσταται «στο πόσο γρήγορα μπορούμε να ενσωματώνουμε αυτά τα mega trends στον κλάδο που στοχεύουμε».
«Πρέπει να τα διαβάζουμε και να τα εκμεταλλευόμαστε. Και να στήνουμε έτσι το εμπορικό μας μοντέλο, ώστε είτε να ανεβάζουν τις πωλήσεις είτε να μειώνουν το κόστος» καταλήγει, χαρακτηριστικά.
Πηγή: moneyreview.gr