Τηλεπικοινωνίες

Συνήγορος του Καταναλωτή: “Βροχή” οι καταγγελίες για αργό ίντερνετ

Μαζικές καταγγελίες για αργές συνδέσεις στο ίντερνετ από καταναλωτές έχει δεχτεί τις τελευταίες μέρες ο Συνήγορος του Καταναλωτή, καθώς όπως αναφέρεται, οι ταχύτητες δεν ανταποκρίνονται στην υποσχέσεις και τα συμβόλαια που έχουν υπογράψει με τις εταιρείες.

Όπως αναφέρει ο Συνήγορος του Καταναλωτή, το τελευταίο τρίμηνο έχουν αυξηθεί κατά πολύ οι καταγγελίες και οι έγγραφες αναφορές για πλημμελή παροχή υπηρεσιών πρόσβασης, ειδικά σε ότι έχει να κάνει με σταθερές συνδέσεις. Τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται στις συνδέσεις των 24 Mbps, η πραγματική ταχύτητα των οποίων συνήθως κυμαίνεται έως τα 6 Mbps ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες κυμαίνεται στα 1 έως 4 Mbps.

Όπως αναφέρει και ο Συνήγορος του Καταναλωτή, οι ταχύτητες αυτές μπορεί να είναι ικανοποιητικές για πρόσβαση σε βασικές ψηφιακές υπηρεσίες, όμως σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν για τις σύγχρονες ανάγκες τηλεργασίας και τηλεκπαίδευσης που ανέκυψαν λόγω τις πανδημίας.

Σύμφωνα με τον Συνήγορο του Καταναλωτή, η πορεία των ενεργειών των καταναλωτών προς τις καταγγελίες στα αρμόδια όργανα συνήθως είναι οι εξής:

  • Απευθύνονται στους παρόχους τους αιτούμενοι όπως οι πραγματικές ταχύτητες πρόσβασης στο διαδίκτυο να προσεγγίζουν στην ονομαστική ταχύτητα των προγραμμάτων που έχουν επιλέξει, κάτι το οποίο συνήθως δεν είναι εφικτό, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να υποβάλλουν αναφορές ζητώντας τη διαμεσολάβηση της αρχής. Εφόσον δεν είναι τεχνικά δυνατή η βελτίωση της ταχύτητας, μετά από την παρέμβαση – διαμεσολάβηση του Συνηγόρου του Καταναλωτή, δίνεται στους καταναλωτές το δικαίωμα για αζήμια καταγγελία της σύμβασής τους, αφού όμως ήδη επί μακρόν έχουν υποστεί τις πολύ χαμηλές ταχύτητες σύνδεσης.
  • Απευθύνονται στους παρόχους τους με αίτημα την αναβάθμιση των συνδέσεών τους και των υφιστάμενων προγραμμάτων τους, ζητώντας για παράδειγμα την μετάβαση σε τεχνολογία VDSL ή οπτικών ινών. Σε ορισμένες περιπτώσεις η αιτούμενη αναβάθμιση δεν είναι εφικτή ενώ σε αρκετές άλλες η αδυναμία παροχής των αναβαθμισμένων υπηρεσιών προκύπτει αφού οι πάροχοι έχουν προχωρήσει στην αναβάθμιση της σύνδεσης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι καταναλωτές προσφεύγουν στην αρχή ζητώντας την αζήμια διακοπή των συνδέσεών τους.

Μετά από την παρέμβαση – διαμεσολάβηση του Συνηγόρου του Καταναλωτή, δίνεται στους καταναλωτές το δικαίωμα για αζήμια καταγγελία της σύμβασής τους, ωστόσο και πάλι, αφού ήδη επί μακρόν έχουν υποστεί πολύ χαμηλές ταχύτητες.

  • Απευθύνονται σε νέους παρόχους ζητώντας την φορητότητα των συνδέσεών τους αναζητώντας καλύτερες υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο. Οι πάροχοι σε πολλές περιπτώσεις υπόσχονται καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών, χωρίς ωστόσο αυτό να επιβεβαιώνεται προσυμβατικά. Αφού έχει υπογραφεί η νέα σύμβαση και ενεργοποιηθεί η σύνδεση, τότε πλέον διαπιστώνεται αδυναμία παροχής των συμφωνημένων υπηρεσιών. Οι καταναλωτές προσφεύγουν και πάλι στην αρχή, ζητώντας είτε να ισχύσουν τα συμφωνηθέντα είτε την αζήμια διακοπή των νέων συμβάσεών τους και την επιστροφή τους στον προηγούμενο πάροχο, ο οποίος συχνά έχει ήδη προχωρήσει σε χρέωση τελών πρόωρης διακοπής της προηγούμενης σύμβασής τους.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η παρέμβαση του ΣτΚ έχει σαν αποτέλεσμα την αζήμια διακοπή των υποχρεώσεων των καταναλωτών λόγω καταγγελίας της σύμβασης τους, η οποία οδηγεί σε αναζήτηση νέου παρόχου και η καθυστέρηση στην αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας της σύνδεσης τους.

Οι προτάσεις του Συνηγόρου του Καταναλωτή προς τον κ. Πιερρακάκη

Προκειμένου να διευθετηθούν τα παραπάνω προβλήματα και να αποφευχθεί η δημιουργία νέων, ο Συνήγορος του Καταναλωτή αναφέρει πως τα θέματα αυτά θα μπορούσαν να διευθετηθούν στο πλαίσιο της ορθής εφαρμογής του πρόσφατου Νόμου 4727/2020 δυνάμει του οποίου η υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο εντάσσεται πλέον στην Καθολική Υπηρεσία (Κ.Υ.).

Σύμφωνα με το άρθρο 192 παράγραφος 1: «Στο πλαίσιο της Καθολικής Υπηρεσίας όλοι οι καταναλωτές στην ελληνική επικράτεια έχουν πρόσβαση, σε προσιτή τιμή, σε διατιθέμενη υπηρεσία επαρκούς ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο και σε υπηρεσίες φωνητικών επικοινωνιών συμπεριλαμβανομένης της υποκείμενης σύνδεσης, σε σταθερή θέση».

Ωστόσο, σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της ίδιας ως άνω παραγράφου, προκειμένου να ισχύσουν αυτά πρέπει:

α) να γίνει η εισήγηση της Ε.Ε.Τ.Τ. προς τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης για την εξειδίκευση του περιεχομένου της Καθολικής Υπηρεσίας,

β) να εκδοθεί Απόφαση του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης για την εξειδίκευση του περιεχομένου της Καθολικής Υπηρεσίας,

γ) να εκδοθεί Απόφαση της Ε.Ε.Τ.Τ. με αναθεωρημένους δείκτες ποιότητας των υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πλαίσιο της Καθολικής Υπηρεσίας.

«Ο πρωτοφανής σε όγκο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους αλλά και των επιχειρήσεων που πραγματοποιείται σήμερα, επιταχυνόμενος από τις συνθήκες της πανδημίας, καθιστά την ευρυζωνικότητα ένα δημόσιο αγαθό απαραίτητο για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία. Άλλωστε, στο πλαίσιο της στρατηγικής της Ε.Ε. “Ευρώπη 2020”, ένας από τους πλέον βασικούς στόχους ήταν όλοι οι πολίτες της Ένωσης να έχουν πρόσβαση σε ταχεία ευρυζωνική κάλυψη (καλύτερη των 30 Mbps) έως το 2020» σημειώνει ο ΣτΚ.

«Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, παρακαλούμε για τις ενέργειές σας ώστε να υλοποιηθεί η ανωτέρω πρόβλεψη και η υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο να ενταχθεί πλήρως στην Καθολική Υπηρεσία, με καθορισμό δεικτών ποιότητας που να εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο όριο ποιοτικής – ταχείας ευρυζωνικής πρόσβασης σε όλους τους καταναλωτές σε ολόκληρη την Επικράτεια» καταλήγει η επιστολή του κ. Ζαγορίτη προς τον κ. Πιερρακάκη.

close menu