Oι fitness trackers των smartphone μπορούν να προβλέψουν τον κίνδυνο θανάτου ενός ατόμου τα επόμενα πέντε χρόνια, σύμφωνα με νέα έρευνα. Η τεχνολογία διευκολύνει τη διεξαγωγή των ελέγχων υγείας, όπως υποστηρίζουν επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Illinois στην Urbana-Champaign.
Τα ευρήματα βασίζονται σε 100.655 συμμετέχοντες στη Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου που φορούσαν wearable με ενσωματωμένους αισθητήρες κίνησης στον καρπό τους για μία εβδομάδα. Αυτές οι συσκευές εξήγαγαν πληροφορίες από σύντομες δραστηριότητες, σαν μια καθημερινή εκδοχή ενός τεστ βάδισης.
Η ομάδα κατάφερε να δημιουργήσει μοντέλα πρόβλεψης χρησιμοποιώντας μόλις έξι λεπτά περπατήματος την ημέρα, σε συνδυασμό με τα παραδοσιακά δημογραφικά χαρακτηριστικά. Το ισοδύναμο της ταχύτητας βάδισης που υπολογίστηκε από αυτά τα δεδομένα που συλλέχθηκαν παθητικά από τα smartphone ήταν ένας προγνωστικός παράγοντας πενταετούς θνησιμότητας ανεξάρτητα από την ηλικία και το φύλο.
«Η θνησιμότητα είναι το πιο οριστικό αποτέλεσμα, με ακριβή αρχεία θανάτου για πέντε χρόνια διαθέσιμα για τους 100.000 συμμετέχοντες που φορούσαν συσκευές αισθητήρων. Αναλύσαμε αυτό το σύνολο δεδομένων που συγκεντρώθηκε από περιπάτους κατά τη διάρκεια της καθημερινής ζωής και στη συνέχεια χρησιμοποιήσαμε χαρακτηριστικές κινήσεις για να προβλέψουμε τον κίνδυνο θνησιμότητας. Η ακρίβεια που επιτεύχθηκε ήταν παρόμοια με τα όργανα παρακολούθησης δραστηριότητας που μετρούν τη συνολική δραστηριότητα και ακόμη παρόμοια με τα σωματικά μέτρα, όπως η ταχύτητα βάδισης κατά τη διάρκεια των παρατηρούμενων περιπάτων. Οι επεκτάσιμες μέθοδοι μας προσφέρουν μια εφικτή πορεία προς τον εθνικό έλεγχο για κινδύνους για την υγεία», αναφέρουν οι συγγραφείς.
Τα μοντέλα πρόβλεψης που περιγράφονται στο PLOS Digital Health χρησιμοποιούσαν μόνο την ένταση και επιτάχυνση της βάδισης. Η ανάλυση έδειξε ότι όταν υπάρχουν ασθένειες όπως της καρδιάς και των πνευμόνων, οι άνθρωποι επιβραδύνουν συχνά τον βηματισμό τους και μετά τον επιταχύνουν ξανά σε μικρές δόσεις.
Αξίζει να σημειωθεί πως στη διάρκεια της επόμενης πενταετίας το 2% περίπου των συμμετεχόντων είχε πεθάνει από διάφορες αιτίες.